Ναταλία Θεοδωρίδου (Natalia Theodoridou)
Τὸ ψαρόνι τοῦ ὀνόματός της
(The Starling of Her Name)
ΥΠΝΗΣΑ ἀπ’ τὸν ἦχο ποὺ ἔκαναν τὰ πουλιὰ καθὼς συγκρούονταν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο στὴν μπαλκονόπορτα τῆς κρεβατοκάμαράς μας. Πάει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τότε ποὺ ξέσπασε αὐτὴ ἡ ἐπιδημία. Μόλις τὸ φῶς τοῦ πρωϊνοῦ προβάλλει, ἡ τζαμαρία μετατρέπεται ἀπευθείας σὲ οὐρανὸ στὰ μάτια τῶν πουλιῶν. Κάθε μέρα φροντίζω νὰ κατεβαίνω στὴν αὐλὴ γιὰ νὰ περισυλλέξω τὰ πτώματά τους, προτοῦ τὰ δεῖ ἡ Ἀμέλια. Ὄχι ὅτι βγαίνει πλέον τόσο συχνὰ ἔξω.
Στρέφομαι πρὸς τὸ μέρος της. Ἔχει ἤδη ξυπνήσει, τὰ μάτια της λάμπουν, τὸ πρόσωπό της μένει ἀνέκφραστο. Σὲ ξύπνησαν τὰ πουλάκια; Θέλω νὰ τὴ ρωτήσω, μὰ δὲν τὸ κάνω, δὲ λέω τίποτα. Δὲν μπορῶ νὰ ἀκούσω τὴ φωνή της. Δὲν μπορῶ νὰ ἀκούσω οὔτε κὰν τὴ δική μου τὴ φωνὴ νὰ προφέρει τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας μου. Ἀμέλια. Ἀμέλια. Ἀγάπη μου. Θὰ τὸ καταφέρω ποτέ; Καλημέρα. Ἀμέλια. Ἔφτιαξα καφέ. Ξεπουπουλιασμένες λέξεις, ποὺ ἀνταλλάσσονται περιστασιακά, ἀπροσχημάτιστα ὅπως καὶ πρίν, σὰ νὰ μὴ σημαίνουν τίποτε. Ἡ ἐπιδημία αὐτὴ μᾶς μετέτρεψε ὅλους σὲ φιλοσόφους, εἶπε μιὰ φορὰ ἡ Ἀμέλια γελώντας, τότε ποὺ ἦταν ἔγκυος, τότε ποὺ ἀκόμα ἀστειευόταν.
Φιλάω τὸ μέτωπό της καὶ τῆς τσιμπάω τὸν δεξιὸ ὦμο μὲ τρόπο τέτοιο ποὺ καταλαβαίνει ὅτι πάω νὰ μᾶς φτιάξω καφέ. Τὰ μάτια της οὔτε ποὺ τρεμοπαίζουν.
Στὴν κουζίνα, ἀνοίγω τὸ ραδιόφωνο καὶ δυναμώνω τὴν ἔνταση. Ἀναγνωρίζω τὴ μελωδία τοῦ «The Lark Ascending» ἀπὸ τὸν Ρὰλφ Βόουν Οὐίλλιαμς. Ὑποθέτω ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν εὔθυμη ἰδέα κάποιου ἐν εἴδει σχολίου, γιὰ νὰ ξεκινήσει καλὰ ἡ μέρα Τὸ βρίσκω ἄξεστο καὶ κακόγουστο, ἀλλὰ ὅταν φτάνει τὸ ραδιόφωνο νὰ σχολιάζει τὴν παραγωγὴ τῶν πτηνῶν, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ περιθώρια ἐπιλογῆς εἶναι πιὰ ἐλάχιστα. Ἄρα εἴτε αὐτό, εἴτε ἡ σιωπή.
Ἔξω, τὰ δέντρα λυγίζουν κάτω ἀπ’ τὸ βάρος τῶν πουλιῶν. Σύννεφα ἀπὸ ψαρόνια σκιάζουν τὸν οὐρανό. Πλέον περπατοῦν ἀκόμα καὶ στοὺς δρόμους, μιᾶς κι οἱ αἰθέρες γέμισαν ἀπ’ τὰ φτερά τους. Οἱ γάτες καὶ οἱ ἀλεποῦδες ἴσα ποὺ τὰ περιορίζουν.
Ἐξακολουθῶ νὰ θαυμάζω τὸ πλῆθος τους. Οἱ ἄνθρωποι ἀκόμα μιλοῦν, καθὼς φαίνεται. Οἱ ἄνθρωποι ἀκόμα ἀμελοῦν τὸν ἑαυτό τους, ἔστω κι ἂν ὁ κόσμος γύρω τους καταρρέει.
Σερβίρω τὸν καφὲ στὶς κοῦπες μας καὶ κατευθύνομαι πρὸς τὸ σαλόνι. Ἔμεινα ἔκπληκτος καθὼς εἶδα τὴν Ἀμέλια νὰ κάθεται ἤδη στὸ τραπέζι, μὲ τὸν πίνακα στὸ πλάι της. Παίρνει τὴν κούπα ποὺ τῆς δίνω καὶ μοῦ χαμογελᾶ. Πόσος καιρὸς πάει ἀπὸ τότε ποὺ τὴν εἶδα τελευταία φορὰ νὰ χαμογελᾶ; Φυσάει τὸν καφέ της γιὰ νὰ κρυώσει, καὶ ρουφάει προσεκτικά.
Θέλω νὰ πάω στὸ πάρκο, μοῦ γράφει.
Συνέλαβα τὸν ἑαυτό μου νὰ τὰ κοιτάζει ἐπίμονα. Ἀναρωτιέμαι ποιά λέξη νὰ εἶναι τὸ καθένα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ πουλιά, προσπαθώντας νὰ τὰ μεταφράσω. Θεός; Μητέρα; Γαμῶτο; Ἀνακαλῶ ὅλες ἐκεῖνες τὶς φτερωτὲς προτάσεις ποὺ ἀπέδρασαν ἀπ’ τὰ χείλη μας τὴ νύχτα ἐκείνη ποὺ ἡ νεογέννητη κόρη μας ἔπαψε νὰ ἀναπνέει. Τρομαγμένα πουλιά, πουλιὰ σὰν βέλη, πουλιὰ ποὺ τσακίζονταν στοὺς τοίχους τοῦ δωματίου. Μὰ πάνω ἀπὸ ὅλα θυμᾶμαι ἐκεῖνο τὸ στεφάνι ἀπὸ τρυποφράκτες ποὺ ἐξαπέλυσε τὸ στόμα τῆς γυναίκας μου. Τὸ ὄνομα τῆς κόρης μας, ἕνα πουλὶ κι ἔπειτα ἄλλο ἕνα κι ἄλλο ἕνα.
Κι ἔπειτα, ὅταν ὅλα τέλειωσαν καὶ ἐπιστρέψαμε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο στὸ σπίτι μὲ τὴν φρεσκοαποκτημένη γνώση τοῦ κενοῦ, τί περιμέναμε; Ὅτι θὰ εξαφανίζονταν ὡς διὰ μαγείας; Ἑκατοντάδες τρυποφράκτες πετοῦσαν κυκλικὰ κάτω ἀπ’ τὸ ταβάνι μας, φτερούγιζαν πίσω ἀπ’ τὶς κουρτίνες μας, πετάριζαν νευρικὰ ἀπὸ τὴν ντουλάπα στὴ βιβλιοθήκη, κι ἀπὸ τὴν κούνια τῆς κόρης μας πρός…
Τί θέλεις νὰ κάνω μ’ ὅλα αὐτά; ρώτησα.
Ἀπάντησε σταθερά, εὐθέως. Νὰ τὰ σκοτώσεις ὅλα, εἶπε.
Κι ἔτσι ἔπραξα. Τὰ μικροσκοπικά τους ὀστὰ συντρίφτηκαν ἀπὸ τὶς γροθιές μου, τοὺς ἀγκῶνες μου, θρυμματίστηκαν κάτω ἀπ’ τὰ πέλματά μου. Γέμισα καὶ πέταξα ὁλόκληρες σακοῦλες σκουπιδιῶν γεμάτες μὲ πουλιά, ὀνομασμένα ἀπ’ τὸ μωρό μας. Ἀποκοιμήθηκα στὸ πάτωμα ζαρωμένος ἐκεῖνο τὸ βράδυ, πέφτοντας ἥσυχα καὶ σταθερὰ ἀπ’ τὸν ἀέρα.
Ξύπνησα λίγη ὥρα ἀργότερα ἀπ’ τὸ κλάμα τῆς συζύγου μου. Κάτι θὰ μοῦ ξέφυγε. Εἶχε πάρει ἕναν μικρὸ τρυποφράκτη στὶς παλάμες της, τὸν μικρότερο που εἶδα ποτέ μου, καὶ ἔκλαιγε πάνω στὸ χνούδι του, σιωπηλά, χωρὶς λόγια.
Τὸ πάρκο ἔχει περισσότερη ζωὴ ἀπὸ ὅση περίμενα. Πᾶνε μόλις λίγοι μῆνες κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι ξεκίνησαν νὰ βγαίνουν ξανά. Ζευγάρια κάθονται δίπλα-δίπλα στὰ παγκάκια. Μιὰ μητέρα σπρώχνει τὸ καρότσι τοῦ μωροῦ της ἀνάμεσα στὰ πουλιὰ ποὺ καλύπτουν τὸ ἔδαφος. Παιδιὰ παίζουν καὶ βουίζουν. Ἀνοίγουν τὰ στόματά τους ἀφήνοντας τὰ πουλιὰ νὰ ξεπηδήσουν – τὰ πιὸ πολύχρωμα πουλιά· πορτοκαλιὰ καὶ μπλέ, λιλὰ καὶ κίτρινα, ἰριδίζοντα— κι ἔπειτα τὰ κυνηγοῦν καθὼς ἐκεῖνα πετοῦν μακριά. Σὰν παιχνίδι. Ἡ Ἀμέλια τὰ κοιτάζει κι ἐκείνη. Ἀναρωτιέμαι πῶς θὰ τὸ ὀνόμαζαν.
Σύντομα, οἱ ἐπιβλέποντες ἐνήλικες τοὺς ἐντοπίζουν καὶ τὸ παιχνίδι τελειώνει. Τὰ παιδιὰ διαλύονται σὰν τὰ πουλιά, ὡστόσο ἐγὼ καταφέρνω καὶ τὰ ξεδιακρίνω μὲς στὰ φύλλα ἀπ’ τὶς σημύδες ποὺ μᾶς σκεπάζουν. Τὰ δείχνω στὴν Ἀμέλια, μὰ προτοῦ σηκώσει τὰ μάτια της αὐτὰ ἔχουν χαθεῖ.
Ἔχουμε βάλει τὸν τρυποφράκτη σ’ ἕνα κλουβί. Ἡ ἐκτροφὴ τοῦ τρυποφράκτη λέγεται ὅτι φέρνει κακὴ τύχη, ἔγραψα μιὰ μέρα. Ἡ Ἀμέλια ἁπλῶς μὲ κοίταξε, δίχως ν’ ἀπαντήσει. Δε χρειαζόταν. Τί χειρότερο θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀπὸ ὅ,τι μᾶς εἶχε ἤδη συμβεῖ;
Ἐπιστρέψαμε ἀπὸ τὸ πάρκο ἀμέσως μόλις βράδιασε. Ἡ Ἀμέλια ἔχει ἀφεθεῖ στὰ χέρια μου καθὼς τὴν βάζω στὸν καναπέ. Τὴν τυλίγω μὲ σεντόνια καὶ τῆς δίνω μιὰ κούπα ζεστὸ τσάι μὲ γλυκόριζα. Κάτι γλυκό, τῆς λέω χρησιμοποιώντας νοηματικὴ καὶ χαμογελῶ, ἀλλὰ δὲ νομίζω ὅτι μὲ βλέπει. Κοιτάζει πρὸς τὸ μπαλκόνι. Εἶναι γεμάτο ἀπὸ πουλιά – πουλιὰ μεγάλα καὶ μικρά, ἢ πουλιὰ ποὺ δὲν μποροῦν ἄλλο νὰ πετάξουν, συντετριμμένα ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ κοπαδιοῦ τους. Κλείνω τὶς κουρτίνες καὶ ἀράζω δίπλα της. Ὁ μικρὸς τρυποφράκτης φτερουγίζει μὲς στὸ κλουβί του. Στὴν τηλεόραση ἔχει ἐνημερωτικὲς ἐκπομπές, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ὅλοι ἀναζητοῦν ἐναλλακτικὲς λύσεις γιὰ τὰ πάντα, ὡστόσο παίζουν πολλὲς παλιὲς ταινίες. Ἀποκοιμιόμαστε μὲ ἕνα βουβὸ φὶλμ τοῦ Τσάρλι Τσάπλιν ποὺ τὸ βλέπουμε γιὰ ἑκατοστὴ φορά.
Τὸ δροσερὸ ἀεράκι καὶ ὁ χουχουριστικὸς ἦχος τῶν περιστεριῶν μὲ ξυπνοῦν. Οἱ μπαλκονόπορτες εἶναι ἀνοικτὲς καὶ τὰ πουλιὰ ἤδη ἐφορμοῦν πρὸς τὰ μέσα. Εἶναι τότε ποὺ βλέπω τὴν Ἀμέλια νὰ στέκεται στὸ χεῖλος τοῦ μπαλκονιοῦ.
Καθὼς πηδάει, φωνάζω τὸ ὄνομά της χωρὶς νὰ τὸ σκεφτῶ. Ἕνα ψαρόνι πέφτει μέσ’ ἀπ’ τὸ στόμα μου, ἀπίθανα κυανό. Παραπατάει λιγάκι, ἔπειτα πετᾶ μακριὰ στὸ πρωινὸ φῶς.
Πηγή: Τὸ διήγημα «Τὸ ψαρόνι τοῦ ὀνόματός της» («The Starling of Her Name») δημοσιεύτηκε στὸ διαδικτυακὸ περιοδικὸ Gamut τὸν Ἰούλιο τοῦ 2017.
Ναταλία Θεοδωρίδου (Natalia Theodoridou) (Θεσσαλονίκη, 1984). Ζεῖ στὸ Ἡνωμένο Βασίλειο καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὰ ΜΜΕ καὶ τὶς πολιτισμικὲς σπουδές, ἐνῶ παράλληλα συγγράφει περίεργες καὶ παράδοξες ἱστορίες. Ἔχει κερδίσει τὸ Παγκόσμιο βραβεῖο γιὰ τὴν Μικροαφήγηση (World Fantasy Award for Short Fiction) καὶ τὸ 2018 βρέθηκε στὴ βραχεία λίστα τοῦ βραβείου Nebula στὴν ἑνότητα τῆς παιγνιώδους γραφῆς. Συνεργάζεται ὡς ὑπεύθυνη γιὰ τὴν ἀφήγηση μὲ τὸ διαδραστικὸ περιοδικὸ sub-Q. Ἐργάζεται ἐπίσης ὡς δραματουργὸς στὴν Adrift Performance Makers. Δοκίμια καὶ μικροδιηγήματά της δημοσιεύονται σὲ ἑλληνικοὺς καὶ ξένους ἱστοτόπους καὶ ἔντυπα, ἐνῶ ἐντὸς τοῦ 2019 πρόκειται νὰ ἐκδοθεῖ τὸ διήγημά της “The Forest, Edna” στὴν ἀνθολογία Letters from the Grave (Οrbannin books).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Θανάσης Γαλανάκης (Ἀθήνα, 1993): Σπούδασε Μεσαιωνικὴ καὶ Νεοελληνικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἀσχολεῖται μὲ τὴν Ἱστορία καὶ τὴ Θεωρία τῆς Λογοτεχνίας, τὴ Μετάφραση θεωρητικῶν καὶ λογοτεχνικῶν κειμένων καὶ τὴν Ποίηση. Μελέτες, μεταφράσεις καὶ ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἐπιστημονικά, φιλολογικὰ καὶ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ ἱστοτόπους. Ἀγαπάει τὰ ζῶα· εἰδικότερα τὰ πτηνά. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἀθήνα.
Filed under: Αγγλικά,Γαλανάκης Θανάσης,Θάνατος,Μυστήριο,Μονόλογος,Οικογένεια,Φύση-Ζώα,Φανταστικό,Theodoridou Natalia | Tagged: Αγγλόφωνο διήγημα,Θανάσης Γαλανάκης,Λογοτεχνία,Natalia Theodoridou |