Ἀγαθοκλῆς Ἀζέλης
Ἡ κομμένη φωτογραφία
Ο ΞΥΛΙΝΟ ΚΟΥΤΑΚΙ μὲ τὶς ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες στὸν μισαντρὰ τοῦ χωριοῦ ἀποτελοῦσε εὐκαιριακὴ προσφυγή του, ἀκόμη κι ὅταν εἶχαν πιὰ μεταδημοτεύσει, καθὼς ὁ θάνατος εἶχε ἀφήσει πολλὰ ἐρωτηματικὰ γύρω του. Οἱ περισσότερες ἀπεικόνιζαν τὸν ἐκλιπόντα θεῖο σὲ νεανικὴ (πῶς ἀλλιῶς) ἡλικία ἢ τὸν πατέρα στὴν ἐποχὴ τῆς στρατιωτικῆς θητείας, ἐλάχιστες ἀκόμη συγγενεῖς ἢ φίλους. Τοῦ κινοῦσε πάντοτε τὴν περιέργεια μιὰ ἐντελῶς ἀταίριαστη, γιὰ δύο λόγους. Ὁ πρῶτος γιατί ἀπεικόνιζε τὴ γιαγιὰ Λένω, ἀσυνήθιστα νέα, ντυμένη (στὰ μαῦρα βέβαια) κάπως πιὸ ἐπίσημα, καὶ τὸν πατέρα του δίπλα, μὲ ροῦχα τῆς πόλης καὶ τιράντες, νέο κι ἀγέρωχο. Ὁ δεύτερος γιατί ἦταν κομμένη καὶ τῆς ἔλειπε τὸ πάνω δεξὶ μέρος δίπλα στὸν πατέρα. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὑπῆρχε περιορισμὸς στὶς ἐρωτήσεις ποὺ μποροῦσαν νὰ τεθοῦν, χωρὶς πάντως ρητὴ ἀπαγόρευση. Ἀργότερα, ὅταν οἱ ἀπεικονιζόμενοι εἶχαν ἀποβιώσει καὶ ὁ κόσμος καὶ οἱ οἰκογενειακοὶ ρόλοι εἶχαν ἀλλάξει, πῆρε τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὴ μάνα του, ὅσα τέλος πάντων ἤξερε κι ἐκείνη. Ὅταν λοιπὸν ὁ Μ. ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸ ναυτικό, τὸ δύσκολο ἔτος 1948 τοῦ ἐμφυλίου, τὸ ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Ἠπείρου εἶχε ἐκκενωθεῖ μὲ κυβερνητικὴ ἐντολὴ καὶ οἱ κάτοικοι ἐκτοπίστηκαν εἴτε σὲ μιὰ γειτονικὴ κωμόπολη εἴτε στὴν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ. Ὄντας ἀπαγορευτικὴ ἡ ἐπιστροφή, ἀποφάσισε νὰ μείνει στὴν Ἀθήνα κάνοντας εὐκαιριακὲς δουλειές. Τότε ἦταν πού, ὅπως συνηθιζόταν, ἰδιοποιήθηκε ἕνα οἰκόπεδο στὸ Πέραμα. Στὴν ἴδια περιοχὴ φαίνεται πὼς γνώρισε τὴν ἀποκεκομμένη τῆς φωτογραφίας. Τελειώνοντας ὁ ἐμφύλιος, μὲ τὸν ἐπαναπατρισμὸ τέλειωσε καὶ ἡ ὑπομονὴ τῆς Λένως. Μολονότι ζοῦσε ἀκόμη ὁ ἄντρας της, πῆρε ἡ ἴδια τὸν δρόμο γιὰ τὴν πρωτεύουσα. Μὲ τί ἑλληνικά, τί χρήματα, τί γεωγραφικὲς γνώσεις, κανεὶς δὲν ξέρει. Ἐμφανίστηκε στὸ Πέραμα καὶ μὲ τὴ φωτογραφία τοῦ παλικαριοῦ στὸ χέρι ἔφτασε στὸν προορισμό της. Ἀναφώνησε, λέει, τὴ φράση «τὸ δικό μου τὸ παιδί», κι ὡς ἐκεῖ ξέρουμε. Ὁ Μ. πάντως ἐπέστρεψε μαζί της στὸ χωριό. Δὲν δόθηκε ποτὲ κάποια ἐξήγηση, πῶς βρέθηκαν στὴν ἴδια φωτογραφία μάνα, γιὸς καὶ ἀποκομμένη. Οὔτε ἂν ἡ τελευταία ἦταν τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ μιὰ ὄμορφη ποδηλάτισσα σὲ ἡμιαστικὸ τοπίο, ἄλλης φωτογραφίας στὸ ἴδιο ξύλινο κουτί.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ σειρὰ πεζῶν Θραύσματα τοῦ 20οῦ αἰώνα. Πρώτη δημοσίευση.
Ἀγαθοκλῆς Ἀζέλης (Μηλιὰ Μετσόβου, 1963). Φιλόλογος στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση, ἀπόφοιτος τῆς Φιλοσοφικῆς Ἀθηνῶν καὶ διδάκτορας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βιέννης. Πρῶτο του βιβλίο: Νύχτες στὸ θρυμματισμένο ἐνυδρεῖο, Ἀθήνα, 2008, (ποίηση). Δημοσίευσε μεταφράσεις γερμανόφωνης λογοτεχνίας.
Filed under: Αζέλης Αγαθοκλής,Αισθήματα-Πάθη,Ερωτας,Ελληνικά,Ιστορία,Οικογένεια,Περιγραφή,Ψυχογραφία | Tagged: Αγαθοκλής Αζέλης,Διήγημα,Λογοτεχνία |