Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati)
Ἡ γιαγιά
«La nonna»
ΜΟΥΝ τριάντα τεσσάρων χρονῶν, ὅταν ὁ φίλος μου, Σορντίνο Ἐσκενάζυ, μὲ προσκάλεσε νὰ περάσω τὸ σαββατοκύριακο στὴ ἐξοχική του κατοικία, στὴ λίμνη Ὄρτα. Ἦταν μιὰ μεγάλη, παλαιϊκὴ βίλα, ὅπου το καλοκαίρι συγκεντρωνόταν ὅλη ἡ μεγάλη οἰκογένεια τῶν Ἐσκενάζυ.
Μόλις ἔφτασα ὁ φίλος μου, ὁ Σορντίνο, μὲ συνόδεψε στὸ δωμάτιό μου γιὰ νὰ φρεσκαριστῶ, ὅπως συνηθίζεται νὰ λέγεται. Μετὰ δέκα λέπτα βγῆκα γιὰ νὰ συναντήσω τὴν παρέα ἀπὸ κάτω.
Στὸ μακρὺ διάδρομο, ποὺ φωτιζόταν ἀμυδρὰ —ἀφοῦ ἡ πυκνὴ βλάστηση ἀπὸ τὰ ἀναρριχητικὰ φυτὰ ἔκρυβε τὰ παράθυρα—, ἐρχόταν πρὸς ἐμένα μιὰ νεαρὴ γυναίκα ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι της ἕνα στρογγυλὸ πακέτο τυλιγμένο μὲ μιὰ γαλάζια κορδέλα. Ἐξαιτίας τῆς πράσινης ποδιᾶς της τὴν πέρασα στὴν ἀρχὴ γιὰ καμαριέρα. Μετὰ ὑπέθεσα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ φορεσιὰ ποὺ χρησιμοποιοῦν συχνὰ στὴ ἐξοχὴ οἱ γυναῖκες ποὺ ζοῦν στὴν κοιλάδα.
Ἦταν μιὰ μελαχρινὴ ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς. Θὰ χαραζόταν βαθιὰ στὴ μνήμη μου τὸ αἰσθησιακό της στόμα μὲ τὸ πάνω χεῖλος ἐλαφριὰ ἀνασηκωμένο, ὅπως σὲ μερικὰ μωρὰ ἀπὸ τὸ τέντωμα τοῦ νεανικοῦ δέρματος.
Δὲν σταμάτησε ὅταν συναντηθήκαμε, ἀλλὰ βράδυνε τὸ βῆμα της καὶ μοῦ ἔριξε—μόνο γιὰ λίγα δευτερόλεπτα—, ἕνα ἀπὸ κεῖνα τὰ ὀλέθρια βλέματα ποὺ σοῦ καῖνε τὰ σωθικά.
Ντροπαλὸς ἀπὸ τὴ φύση μου δὲν μπόρεσα παρὰ νὰ μουρμουρίσω μιὰ «καλημέρα». «Καλημέρα», ἔκανε ἐκείνη χαμογελώντας, καὶ μὲ προσπέρασε μόλις ἀγγίζοντάς με, διατηρώντας πάντα ἐκεῖνο τὸ τρομερὸ βλέμμα.
Κατέβηκα στὸν κῆπο μὲ ἕνα ὑπέροχο προαίσθημα ὅτι σὲ λίγο, μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο, θὰ γνώριζα τὸ γοητευτικὸ πλάσμα· ἴσως ἄλλαζε ἡ ζωή μου ὁριστικά.
Ἡ οἰκογένεια ἦταν μαζεμένη στὸν κῆπο. Μὲ σύστησαν ἀμέσως στὴν οἰκοδέσποινα, τὴν γιαγιὰ τοῦ Σορντίνο, μιὰ κυρία πολὺ κομψὴ παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία της. Μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση τὸ στόμα της, μαραμένο πιὰ ἀπὸ ἀχτιδωτὲς ρυτίδες, ἀλλὰ μὲ τὰ σημάδια μιᾶς παλιᾶς ὀμορφιᾶς. Τὸ πάνω χεῖλος εἶχε μιὰ ἀνασηκωμένη ἐλαφριὰ πτυχή, σὰν νὰ ἀποκάλυπτε ἕνα χαμόγελο.
«Μὰ γνωριζόμαστε ἤδη!», ἦταν τὰ πρῶτα λόγια της σ΄ ἕνα ξέσπασμα χαρᾶς.
Εἶπα ἀμήχανος: «Δὲν θυμᾶμαι, κυρία…»
«Ἐγὼ θυμᾶμαι. Ναί, σὰν νὰ ἦταν χθές… Τί νὰ σᾶς πῶ; Εἶστε θαῦμα! Θαῦμα! Πουλήσατε τὴν ψυχή σας στὸ διάβολο, παραδεχτεῖτε το… Ὄχι, ὄχι, ἀστειεύομαι. Ἔχετε δίκιο ποὺ μὲ κοιτᾶτε ἔτσι. Φανταστεῖτε, πέρασαν σχεδὸν πενήντα χρόνια ἀπὸ τότε… Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἤσαστε ἐσεῖς. Ἐσεῖς δὲν εἴχατε κὰν γεννηθεῖ. Μὰ ἦταν κάποιος σὰν ἐσᾶς, ὁλόιδιος, σᾶς τὸ ὁρκίζομαι. Σκέφτομαι: δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ὁ πατέρας σας ἢ ἴσως ὁ παππούς σας;»
«Δὲν γνωρίζω, κυρία. Τὸν πατέρα μου τὸν ἔχασα ὅταν ἤμουν ἀκόμη μωρό… Κι ἔπειτα ἐμεῖς ζούσαμε στὴν Ὀλλανδία…»
Ἐκείνη, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀκούσει: «Καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὸ πιὸ ὡραῖο; Ἦταν γιὰ μένα κάτι σὰν κεραυνοβόλος ἔρωτας, ὅπως λέγανε τότε… Ποιός ξέρει, ἂν δὲν εἶχε φύγει τὴν ἑπόμενη μέρα… Θεέ μου, πόσο γοητευτικὸς ἦταν… Φυσικὰ δὲν τοῦ ἔδωσα νὰ καταλάβει τίποτα. Φανταστεῖτε. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια. Μοναχὰ ἕνα πράγμα: τὸ βράδυ, χωρὶς νὰ τὸ ξέρει, χωρὶς νὰ τοῦ πῶ λέξη, τοῦ ἄφησα στὸ δωμάτιο ἕνα γλυκό, μιὰ πορτοκαλόπιτα. Φτιαγμένη εἰδικὰ γιὰ αὐτόν. Ἦταν ἡ σπεσιαλιτέ μου…»
Ἡ κουβέντα κατέληξε σὲ γενικὴ εὐθυμία. Ὡστόσο μοῦ ἔμεινε μιὰ παράξενη αἴσθηση, κάτι σὰν ἀβεβαιότητα, κίνδυνος, ἀναστάτωση. Καὶ δὲν τόλμησα νὰ ρωτήσω ποιά ἦταν ἡ πανέμορφη νεαρούλα ποὺ εἶχα συναντήσει στὸ διάδρομο (γιατί ἤξερα ὅτι δὲν ὑπῆρχε πιά). Κι ὅταν ἀργότερα ἀνέβηκα ξανὰ στὸ δωμάτιό μου, δὲν τόλμησα κὰν νὰ ἀνοίξω τὸ πακέτο, τὸ τυλιγμένο μὲ μιὰ γαλάζια κορδέλα, ποὺ βρισκόταν πάνω στὴ σιφονιέρα (γιατί ἤξερα πὼς ἦταν ἡ πορτοκαλόπιτα, φτιαγμένη πενήντα χρόνια πρίν).
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Le notti difficili (Οἱ δύσκολες νύχτες), Mondadori, Milano 1971.
Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati) (San Pellegrino di Belluno, 1906 – Milano, 1972). Ἰταλὸς συγγραφέας καὶ δημοσιογράφος. Ἔγραψε θεατρικὰ ἔργα, μυθιστορημάτα καὶ διηγήματα. Γνωστότερο ἔργο του: Il deserto dei tartari (Ἡ ἔρημος τῶν Ταρτάρων). Τὸ 1942 δημοσιεύει τὴ συλλογὴ διηγημάτων I sette messaggeri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγελιοφόροι) καὶ τὸ 1958 κερδίζει τὸ βραβεῖο Στρέγκα μὲ τὸ βιβλίο Sessanta racconti (Ἑξήντα διηγήματα). Ἔχει παραλληλιστεῖ μὲ τὸν Κάφκα λόγῳ τῆς ἐφιαλτικῆς ἀτμόσφαιρας πολλῶν ἔργων του, τὰ ὁποῖα συνδυάζουν τὴν καθημερινότητα μὲ παράδοξες καταστάσεις ποὺ παρεισφρέουν στὴν κανονικότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνατρέπουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱστολόγιό μας ἔχουν ἤδη παρουσιαστεῖ τὰ διηγήματά του «Δήλωση εἰσοδήματος», «Ὁμαδικὴ φωτογραφία» καὶ «Ἡ μαθήτρια».
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963). Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου καὶ τὶς ἐλεύθερες ὧρες του γράφει διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης, στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον (ἀρ. 37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του στὴν Ἐπιθεώρηση Λεριακῶν Μελετῶν τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου.
Filed under: Buzzati Dino,Ερωτας,Ηλικίες,Ιταλικά,Μυστήριο,Περιγραφή,Φανταστικό,Φούρναρης Π. | Tagged: Dino Buzzati,Διήγημα. Λογοτεχνία,Πέτρος Φούρναρης | Τὰ σχόλια στὸ Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati): Ἡ γιαγιά ἔχουν κλείσει