Κίμων Θεοδώρου
Ἄμωμος ἀνάγνωσις
Ο ΚΙΝΗΤΟ χτύπησε στὸ ἀεροδρόμιο. Καλύτερα νὰ τὸ εἶχες κλειστό. Τέτοια λές, τέτοιο μαῦρο πρόβατο. Σοῦ ἔψαλαν τὰ μαντάτα. Ἀντὶ νὰ πάρεις τὸ ἀεροπλάνο γιὰ Νέα Ὑόρκη, βρέθηκες στὸ ΚΤΕΛ γιὰ Δράμα. Χάσατε τὸν μπαμπά. Ἂν ἡ πτήση εἶχε ἀπογειωθεῖ, δὲν θὰ γυρνοῦσες γιὰ τὴν κηδεία. Ἔτσι λές, γιὰ τὶς ἐντυπώσεις. Ἀλλά, φεῦ, πανανθρώπινο τὸ νὰ ἀποδίδεις τιμὲς στοὺς νεκρούς, σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ τὶς φυλές. Ὁ μπαμπὰς ἦταν πέντε μέρες στὸ νοσοκομεῖο, προβλήματα ἀναπνευστικά, τὸ γνώριζες, δὲν μπῆκες στὸν κόπο νὰ ἀνέβεις ἀπὸ τὴν Ἀθήνα νὰ τὸν δεῖς. Ἤσουν ἀπασχολημένος μὲ τὶς προετοιμασίες γιὰ τὸν Νέο Κόσμο. Ποῦ νὰ σοῦ περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι θὰ ἔφευγε στὸν Ἄλλο Κόσμο. Κανεὶς δὲν πίστευε ὅτι θὰ πεθάνει. Δὲν εἶχε φτάσει κὰν στὰ ἑβδομῆντα, στὸ σόι φτάνουν στὰ ὀγδόντα. Μὲ τὸν κάθε Ἱπποκράτη βγάλε ἄκρη. Κλίνη, μάσκα ὀξυγόνου, ἐξοργιζόταν μὲ γιατροὺς καὶ νοσοκόμες, ἔλεγε θέλει νὰ γυρίσει σπίτι. Σχημάτισε χαμόγελο μιὰ φορά, ρωτώντας τὴν ἀδελφή σου πότε φεύγεις Ἀμερική, τοῦ τὸ ξεφούρνισες πρὶν καμιὰ δεκαριὰ μέρες στὸ τηλέφωνο. Καμάρωνε γιὰ τὰ ταξίδια σου, πῆρες γραμμὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο: στὰ εἴκοσι, τσεπώνοντας μουλωχτὰ τὶς οἰκονομίες τοῦ παπποῦ, τὸ ἔσκασε τριγυρνώντας στὸν γαλλόφωνο καὶ ἀγγλοσαξονικὸ κόσμο. Σωστὸς μπίτνικ, σὲ εὐρωπαϊκὴ βερσιόν. Μιλοῦσε πέντε γλῶσσες, δὲν παντρεύτηκε μήτε νοικοκυρεύτηκε πρὶν ἀπὸ τὰ τριανταπέντε. Ἡ γιαγιὰ σιχτίριζε γιὰ τὴ μηλιὰ καὶ ἀργότερα τὸ μῆλο: «Πέτρα ποὺ κατρακυλᾶ σπιτικὸ δὲν φτιάχνει.»
Ὅταν ἔφτασες σπίτι οἱ θεῖες τὸν ἔκλαιγαν γύρω ἀπὸ τὴν κάσα, μαζεμένες στὸ σαλόνι. Ἤσουν κάπως θυμωμένος, ἐπειδὴ διάλεξε τὴν ὥρα νὰ πεθάνει, θὰ ἔχανες τὴν πρεμιέρα μιᾶς παράστασης στὸ Μπρόντγουεϊ, τὰ εἶχες ἀκριβοπληρώσει τὰ διαολεμένα, εἰσιτήρια καὶ διαμονὲς καὶ ὅλα. Πέραν τούτου, αὐτὰ ποὺ λένε οἱ θεῖες στὶς κηδεῖες εἶναι νομοτελειακὰ γελοῖα. «Σὰν ζωντανὸς εἶναι ἀκόμη, γιὰ δεῖτε, μοῦ φάνηκε ὅτι κουνήθηκε.» Ἀπὸ μέσα σου κορόιδευες: Μαλακισμένες, εἶναι νεκρός, οὔτε ζωντανός, οὔτε κουνήθηκε, οὔτε τίποτα. Κοινῶς ὁμολογουμένως, δὲν ἱκανοποιήθηκαν καθόλου, δὲν σὲ εἶδαν νὰ κλαῖς. Μάσησαν λόγια, νὰ φορέσεις ζώνη, καθὼς σκύβοντας στὴν κάσα νὰ τὸν παρατηρήσεις, σοῦ ἔπεφτε τὸ παντελόνι. «Δὲν ἔχετε ξαναδεῖ κῶλο; Δὲν τὸ ἔχω κρυφό» ἐπιχείρησες νὰ μοιραστεῖς πλέον μὲ τὸν ἔξω κόσμο ἐσώτερες σκέψεις. Μὲ ὅλα τα σαχλὰ μοιρολόγια ἀδύνατον νὰ τὸν πενθήσεις τὴν πρώτη μέρα, κράτησες τὸ χαμόγελο Τζοκόντα καὶ στὴν ἐκκλησία καὶ στὸ νεκροταφεῖο, γεγονὸς ποὺ ἔσπασε τὰ νεῦρα ὅλων. Ἔπειτα, οἱ θεῖες ρωτοῦσαν «ποιά εἶναι αὐτὴ» γιὰ κάθε μακρινὴ ξαδέρφη, «μὲ τί ἀσχολεῖται», «εἶναι ἄραγε παντρεμένη», ὅλα τὰ ἱεροεξεταστικά. Ἐπινοοῦσες ἱστορίες τοῦ τύπου «ναί, ξαδέρφη μας εἶναι, δὲν ἀκοῦτε ρόκ; Βέβαια, θὰ τὴν γνωρίζατε ἂν ἀκούγατε ρόκ, εἶναι μέλος σὲ ἕνα συγκρότημα ποὺ αὐτὴ τὴ στιγμὴ προωθεῖ τὸ MTV.» Γιὰ τὴν πρώην ἀρραβωνιαστικιά σου —ἠθοποιὸς σὲ σαπουνόπερα— δὲν τολμοῦσαν νὰ ρωτήσουν τὶς λεπτομέρειες τοῦ χωρισμοῦ.
Ὅταν ἐξαφανίστηκε ὁ κόσμος καὶ ἔμεινες μόνος στὸ σπίτι, τὴ δεύτερη μέρα, τὸν ἔκλαψες μὲ τὴν ἡσυχία σου.
Τοὺς τέσσερις ἑπόμενους μῆνες μετὰ τὸ θάνατό του, κάθε ποὺ βράδιαζε ἡ 26η καὶ ξημέρωνε ἡ 27η, τὴν ὥρα ποὺ συγχωρέθηκε, τὸν ὀνειρευόσουν. Στεκόσουν στὸ πατρικὸ στὴν πόρτα τοῦ σαλονιοῦ, βλέποντας ἀπέναντι τὸ τζάκι νὰ σιγοκαίει. Καθόταν πάντα στὴν ἴδια θεόρατη πολυθρόνα, γυρισμένη πρὸς τὴν ἑστία, ἔτσι ποὺ δὲν τὸν ἀντίκριζες ἀπὸ τὴν πόρτα. Καθὼς πλησίαζες στὴν πολυθρόνα, γιὰ νὰ σοῦ πεῖ καμιὰ ἱστορία ὅπως συνήθιζε, ἔφτανες στὴ συνειδητοποίηση ὅτι δὲν βρίσκεται ἐκεῖ. Στὸ μυαλό σου, καθόταν πάντοτε ἐκεῖ. Τότε, ξυπνοῦσες μὲ ἕνα πάτημα στὸ στῆθος, νιώθοντας τὴν ἀπώλειά Του, ἀντιλαμβανόμενος ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκεῖ, δὲν θὰ εἶναι ποτὲ ξανὰ ἐκεῖ. Πέθανε.
Στὸν τάφο πηγαίνεις καναδυὸ φορὲς τὸ χρόνο, ὅποτε δηλαδὴ ἀνεβαίνεις στὸ χωριό. Κατέβασες στὸ κινητό τα ἀγαπημένα του τραγούδια. Βάζεις νὰ τὰ ἀκούσει: Σώπα ὅπου νὰ ‘ναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες / Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο. Κάπου ἐκεῖ κάτω ἢ κάπου ἐκεῖ πάνω, εὐφραίνεται. Ὁ Μίκης ἀρέσει καὶ στὰ λουλούδια ποὺ στολίζουν τὸ μνῆμα, ἀκούγοντας τὴ μουσικὴ σὰν νὰ κορδώνονται. Τὴν τελευταία φορά, βρῆκες καὶ πῆρες ἕνα βιβλίο, τὸ εἶχε στὸ κομοδίνο ἐπὶ χρόνια, τὸ ξεζούμισε, Τὰ Παιδιὰ τῆς Πιάτσας. Ἄρχισες νὰ τοῦ διαβάζεις. Δὲν κατάλαβες πότε μεσημέριασε. Ἀπόγευμα. Μετὰ σούρουπο. Μετὰ ὁ φύλακας. Εἶπε πρέπει νὰ φύγεις. Θὰ ἀναβες ἕνα κεράκι συνεχίζοντας ὑπὸ τὸ φῶς του νὰ διαβάζεις Τσιφόρο στὸν πατέρα. Σεβάστηκες τὴν ὥρα τῶν φαντασμάτων. Ἄφησες τὸ βιβλίο στὴ μαρμάρινη καβάτζα, δίπλα στὸ λαδάκι ποὺ φυλάει ἡ μάνα γιὰ τὴν καντήλα. Γύρισες τὸ ἄλλο πρωὶ νὰ συνεχίσεις τὴν ἀνάγνωση. Τὸ βιβλίο ἄφαντο. Ἴχνος κανένα. Ὁ μπαμπὰς δὲν θὰ ἄντεχε ἐκ νέου τὸν ντιλεταντισμό, τὶς φρικτές σου ἀναγνωστικὲς ἐπιδόσεις, τὸν ἐπίπεδο τονισμό, τὴν ἔλλειψη χάρης καὶ εὐλυγισίας στὴ φωνή. Ἡλίου φαεινότερον, σκέφτηκες, θὰ πῆρε νὰ τὸ διαβάσει μόνος.
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο Μερικοὶ τὸ λένε ἀγάπη – (μικρο)διηγήματα & ἀκροβασίες, ἐκδ. Φαρφουλᾶς, 2014
Κίμων Θεοδώρου (Καβάλα, 1981). Ἔχει παρακολουθήσει σπουδὲς στὴ Δημοσιογραφία καὶ στὸν Εὐρωπαϊκὸ Πολιτισμό. Ταξίδεψε σὲ τριάντα χῶρες. Δημοσίευσε τὴ συλλογὴ διηγημάτων Μερικοὶ τὸ λένε ἀγάπη (Φαρφουλᾶς, 2014). Ἔχει συμμετάσχει στοὺς συλλογικοὺς τόμους Περὶ τυφλότητας καὶ ἄλλων δεινῶν (Πατάκης, 2011) καὶ Ἱστορίες Μπονζάι ’14 (Γαβριηλίδης, 2014).
Εἰκόνα: Ἑρμούπολη Σύρου, Νεκροταφεῖο. Φωτογραφία: Γιάννης Πατίλης.
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Ελληνικά,Θάνατος,Θεοδώρου Κίμων,Μονόλογος,Οικογένεια,Περιγραφή,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Κίμων Θεοδώρου,Λογοτεχνία |