Ἀντώνης Γκάντζης: Ἡ σκάλα γιὰ τὸν οὐρανό


Gkantzis,Antonis-ISkalaGiaTonOurano-Eikona-03


Ἀν­τώ­νης Γκάν­τζης

 

Ἡ σκά­λα γιὰ τὸν οὐ­ρα­νό


  05-Sigma-Harald_Hardraades_saga-Initial-G__MuntheΤΟΝ ΚΗΠΟ τοῦ ἐν­δι­αι­τή­μα­τός μου ὑ­ψώ­νε­ται ἕ­να σχοι­νὶ μὲ κόμ­πους στὴ σει­ρά, χον­τρούς, ποὺ χά­νε­ται ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νό! Τὸ βρῆ­κα ἐ­δῶ ἀ­πὸ πα­λιά, σὰν ἦρ­θα μο­να­χι­κὸς ἐ­νοι­κια­στὴς τὴ φτώ­χειά μου, τὴν ἐ­ρη­μιὰ νὰ κρύ­ψω, κι ἡ ἄ­τε­κνος γριὰ νοι­κο­κυ­ρά μου —συγ­χω­ρε­μέ­νη τώ­ρα— δή­λω­νε ἄ­γνοι­α κι ὅ­λο σταυ­ρο­κο­πι­ό­ταν γιὰ τὴν κα­τα­γω­γή του.

           Πολ­λοὶ προ­σπά­θη­σαν νὰ τὸ χα­λά­σουν μὲ σί­δε­ρο ἢ μὲ φω­τιά, ὅ­μως αὐ­τὸ στέ­κει ἀ­γέ­ρω­χο, στη­τό, καὶ μή­τε ἀ­έ­ρας τὸ σα­λεύ­ει μή­τε νε­ρὸ τὸ βλά­φτει τό­σα χρό­νια. Φυ­τρώ­νει μέ­σ’ ἀ­πὸ τὴ γῆ, πλά­σμα πα­ρά­ται­ρο τῆς φύ­σης, καὶ μοιά­ζει μὲ χον­τρὸ μπαμ­ποὺ μιᾶς ἄλ­λης Ἰ­α­πω­νί­ας…

         Μιὰ Σύ­νο­δος ποὺ συ­νε­κλή­θη Ἱ­ε­ρά, σ’ ἄλ­λους και­ροὺς λη­σμο­νη­μέ­νους, τὸ κα­τα­δί­κα­σε, τὸ ἐ­ξόρ­κι­σε ὡς ἔρ­γον τοῦ Δι­α­βό­λου, καὶ ἔ­κτο­τε ὁ τό­πος ἐ­θε­ω­ρή­θη στοι­χει­ω­μέ­νος! Δὲν μὲ πει­ρά­ζει ὅ­μως… Ἴ­σα-ἴ­σα ποὺ χά­ριν τοῦ πα­ρά­δο­ξου σχοι­νιοῦ τὸ μί­σθω­μά μου ἦ­ταν βο­λε­τό, χώ­ρια ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα δι­εκ­δι­κη­τὲς δὲν φά­νη­καν στὸ σπί­τι.

         Γι’ αὐ­τὸ σω­παί­νω ὅ­ταν τὶς νύ­χτες ἀ­κού­ω βή­μα­τα στὰ σκο­τει­νὰ καὶ λό­για χα­μη­λό­φω­να στὸν κῆ­πο. Πί­σω ἀ­πὸ γρίλ­λι­ες βλέ­πω συ­χνὰ τοὺς συγ­γε­νεῖς τὸν γέ­ρον­τα πα­τέ­ρα τους νὰ χαι­ρε­τοῦν ἢ κά­ποι­ον δι­κό τους, ἄρ­ρω­στο, νὰ τὸν ξε­προ­βο­δί­ζουν. Πί­σω ἀ­πὸ γρίλ­λι­ες ἀ­κού­ω σι­γα­νοὺς λυγ­μούς, ἑ­νὸς ἀν­τί­ο γιὰ τοὺς οὐ­ρα­νούς!

         Οἱ κόμ­ποι εἶ­ναι χον­τροί… Οἱ κόμ­ποι εἶ­ναι πυ­κνοί… Λί­γη βο­ή­θεια ἀ­π’ τοὺς οἰ­κεί­ους τὸ πο­λὺ κι εὐ­θὺς στὴ Λή­θη γί­νε­σαι μο­να­χι­κὸς δι­α­βά­της.

         Ἐξ ἄλ­λου, τὸ ἔ­χω δο­κι­μά­σει. Κά­ποι­ες φο­ρές, τὰ δει­λι­νά, σκαρ­φά­λω­σα νὰ δῶ τὴν πό­λη ἀ­πὸ ψη­λά, καὶ ἄλ­λες, πά­λι, χα­ρά­μα­τα γιὰ νὰ θαυ­μά­σω τὸ πρῶ­το φῶς στὰ μά­κρυ­να βου­νά. Ὥ­σπου, μιὰ μέ­ρα, δὲν ξέ­ρω πῶς μὰ ἔ­βα­λα τὸ αὐ­τί μου στὸ σχοι­νὶ κι ἀ­πὸ τὰ σύν­νε­φ’ ἀ­κου­γό­ταν μιὰ ψαλ­μω­δί­α… ἀγ­γε­λι­κή!


Εἰ­κών εἰ­μι τῆς ἀρ­ρή­του δό­ξης σου,

εἰ καὶ στίγ­μα­τα φέ­ρω πται­σμά­των·

οἰ­κτεί­ρη­σον τὸ σὸν πλά­σμα, Δέ­σπο­τα,

καὶ κα­θά­ρι­σον σῇ εὐ­σπλαγ­χνί­ᾳ,

καὶ τὴν πο­θει­νὴν πα­τρί­δα πα­ρά­σχου μοι,

Πα­ρα­δεί­σου πά­λιν ποι­ῶν πο­λί­την με.


 

       Σὰν μο­νω­δί­α με­λισ­σῶν γύ­ρω ἀ­π’ τὸ νέ­κταρ ἀ­κου­γό­ταν, ὡ­σὰν τρα­γού­δι πα­τρί­δας ποὺ θαμ­πώ­νε­ται στὴ λη­σμο­νιά, – κι ἀ­μέ­σως ἄλ­λα­ξε ἡ ζω­ή μου! Δὲν βγαί­νω πιὰ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι καὶ ζῶ μὲ τὰ ὀ­λί­γα ποὺ εὐ­γε­νῶς μοῦ ἀ­φή­νουν στὰ σκα­λιὰ οἱ συγ­γε­νεῖς των Ἀ­να­χω­ρη­τῶν…

 

       Νὰ πᾶς ποῦ καὶ τί νὰ πρά­ξεις, ὅ­ταν στὸν κῆ­πο σου κα­τέ­χεις τὴ Σκά­λα γιὰ τὸν Οὐ­ρα­νό;

 


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Τὸ ἐγ­κόλ­πιο τοῦ λη­σμο­νη­μέ­νου (ἐκδ. Ἁρ­μός, Ἀ­θή­να, 2001).

Ἀν­τώ­νης Γκάν­τζης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1952). Πα­τέ­ρας του ὑ­πῆρ­ξε ὁ Ἰ­τα­λὸς πι­α­νί­στας Giorgio Francesco Gangi καὶ μη­τέ­ρα του ἡ Ἑ­λέ­νη Πα­ρί­ση-Γκάν­τζη, ἑλ­λη­νι­κῆς κα­τα­γω­γῆς. Τὸ 1961 με­τοί­κη­σε μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴν Ἀ­θή­να. Τε­λει­ώ­νον­τας τὸ ἑ­ξα­τά­ξιο γυ­μνά­σιο τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960 ἐρ­γά­στη­κε ὡς δι­ορ­θω­τὴς σὲ με­γά­λους ἐκ­δο­τι­κοὺς οἴ­κους τῆς ἐ­πο­χῆς, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἄρ­χι­σε ν’ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ σπο­ρα­δι­κὰ μὲ τὴν πε­ζο­γρα­φί­α. Κεί­με­νά του φι­λο­ξε­νή­θη­καν κα­τὰ και­ροὺς σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Βι­βλί­α του: Ἡ πα­τρί­δα μου (1975), Οὔ­ριος ἄ­νε­μος (1976), Ἀ­πο­κα­θή­λω­ση στὰ θρύ­ψαλ­λα τοῦ φεγ­γα­ριοῦ (ἐκδ. Πλέ­θρον, 1979), Τὸ ἐγ­κόλ­πιο τοῦ λη­σμο­νη­μέ­νου (ἐκδ. Ἁρ­μός, 2001), Τὸ σπί­τι τῆς σο­φί­ας (ἐκδ. Ἁρ­μός, 2010).