Ἀντώνης Γκάντζης
Ἡ σκάλα γιὰ τὸν οὐρανό
ΤΟΝ ΚΗΠΟ τοῦ ἐνδιαιτήματός μου ὑψώνεται ἕνα σχοινὶ μὲ κόμπους στὴ σειρά, χοντρούς, ποὺ χάνεται ψηλὰ στὸν οὐρανό! Τὸ βρῆκα ἐδῶ ἀπὸ παλιά, σὰν ἦρθα μοναχικὸς ἐνοικιαστὴς τὴ φτώχειά μου, τὴν ἐρημιὰ νὰ κρύψω, κι ἡ ἄτεκνος γριὰ νοικοκυρά μου —συγχωρεμένη τώρα— δήλωνε ἄγνοια κι ὅλο σταυροκοπιόταν γιὰ τὴν καταγωγή του.
Πολλοὶ προσπάθησαν νὰ τὸ χαλάσουν μὲ σίδερο ἢ μὲ φωτιά, ὅμως αὐτὸ στέκει ἀγέρωχο, στητό, καὶ μήτε ἀέρας τὸ σαλεύει μήτε νερὸ τὸ βλάφτει τόσα χρόνια. Φυτρώνει μέσ’ ἀπὸ τὴ γῆ, πλάσμα παράταιρο τῆς φύσης, καὶ μοιάζει μὲ χοντρὸ μπαμποὺ μιᾶς ἄλλης Ἰαπωνίας…
Μιὰ Σύνοδος ποὺ συνεκλήθη Ἱερά, σ’ ἄλλους καιροὺς λησμονημένους, τὸ καταδίκασε, τὸ ἐξόρκισε ὡς ἔργον τοῦ Διαβόλου, καὶ ἔκτοτε ὁ τόπος ἐθεωρήθη στοιχειωμένος! Δὲν μὲ πειράζει ὅμως… Ἴσα-ἴσα ποὺ χάριν τοῦ παράδοξου σχοινιοῦ τὸ μίσθωμά μου ἦταν βολετό, χώρια ποὺ ἀργότερα διεκδικητὲς δὲν φάνηκαν στὸ σπίτι.
Γι’ αὐτὸ σωπαίνω ὅταν τὶς νύχτες ἀκούω βήματα στὰ σκοτεινὰ καὶ λόγια χαμηλόφωνα στὸν κῆπο. Πίσω ἀπὸ γρίλλιες βλέπω συχνὰ τοὺς συγγενεῖς τὸν γέροντα πατέρα τους νὰ χαιρετοῦν ἢ κάποιον δικό τους, ἄρρωστο, νὰ τὸν ξεπροβοδίζουν. Πίσω ἀπὸ γρίλλιες ἀκούω σιγανοὺς λυγμούς, ἑνὸς ἀντίο γιὰ τοὺς οὐρανούς!
Οἱ κόμποι εἶναι χοντροί… Οἱ κόμποι εἶναι πυκνοί… Λίγη βοήθεια ἀπ’ τοὺς οἰκείους τὸ πολὺ κι εὐθὺς στὴ Λήθη γίνεσαι μοναχικὸς διαβάτης.
Ἐξ ἄλλου, τὸ ἔχω δοκιμάσει. Κάποιες φορές, τὰ δειλινά, σκαρφάλωσα νὰ δῶ τὴν πόλη ἀπὸ ψηλά, καὶ ἄλλες, πάλι, χαράματα γιὰ νὰ θαυμάσω τὸ πρῶτο φῶς στὰ μάκρυνα βουνά. Ὥσπου, μιὰ μέρα, δὲν ξέρω πῶς μὰ ἔβαλα τὸ αὐτί μου στὸ σχοινὶ κι ἀπὸ τὰ σύννεφ’ ἀκουγόταν μιὰ ψαλμωδία… ἀγγελική!
Εἰκών εἰμι τῆς ἀρρήτου δόξης σου,
εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων·
οἰκτείρησον τὸ σὸν πλάσμα, Δέσποτα,
καὶ καθάρισον σῇ εὐσπλαγχνίᾳ,
καὶ τὴν ποθεινὴν πατρίδα παράσχου μοι,
Παραδείσου πάλιν ποιῶν πολίτην με.
Σὰν μονωδία μελισσῶν γύρω ἀπ’ τὸ νέκταρ ἀκουγόταν, ὡσὰν τραγούδι πατρίδας ποὺ θαμπώνεται στὴ λησμονιά, – κι ἀμέσως ἄλλαξε ἡ ζωή μου! Δὲν βγαίνω πιὰ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ζῶ μὲ τὰ ὀλίγα ποὺ εὐγενῶς μοῦ ἀφήνουν στὰ σκαλιὰ οἱ συγγενεῖς των Ἀναχωρητῶν…
Νὰ πᾶς ποῦ καὶ τί νὰ πράξεις, ὅταν στὸν κῆπο σου κατέχεις τὴ Σκάλα γιὰ τὸν Οὐρανό;
Πηγή: Τὸ ἐγκόλπιο τοῦ λησμονημένου (ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα, 2001).
Ἀντώνης Γκάντζης (Ἀλεξάνδρεια, 1952). Πατέρας του ὑπῆρξε ὁ Ἰταλὸς πιανίστας Giorgio Francesco Gangi καὶ μητέρα του ἡ Ἑλένη Παρίση-Γκάντζη, ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Τὸ 1961 μετοίκησε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Ἀθήνα. Τελειώνοντας τὸ ἑξατάξιο γυμνάσιο τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 ἐργάστηκε ὡς διορθωτὴς σὲ μεγάλους ἐκδοτικοὺς οἴκους τῆς ἐποχῆς, ἐνῶ παράλληλα ἄρχισε ν’ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ποίηση καὶ σποραδικὰ μὲ τὴν πεζογραφία. Κείμενά του φιλοξενήθηκαν κατὰ καιροὺς σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Βιβλία του: Ἡ πατρίδα μου (1975), Οὔριος ἄνεμος (1976), Ἀποκαθήλωση στὰ θρύψαλλα τοῦ φεγγαριοῦ (ἐκδ. Πλέθρον, 1979), Τὸ ἐγκόλπιο τοῦ λησμονημένου (ἐκδ. Ἁρμός, 2001), Τὸ σπίτι τῆς σοφίας (ἐκδ. Ἁρμός, 2010).
Filed under: Γκάντζης Αντώνης,Διδακτισμός,Επέκεινα,Ελληνικά,Θάνατος,Οικογένεια,Πόλη-Χώροι,Φανταστικό | Tagged: Αντώνης Γκάντζης,Διήγημα,Ελληνικά |