Ἐ.Χ. Γονατᾶς
Τὸ εἴδωλο
ΠΑΡΧΕΙ ἕνα κατάμαυρο μεταξωτὸ πουλί, μ’ ἕνα μοναδικὸ χρυσὸ φτερὸ στὴν οὐρά του.
Ὅταν προβάλλει ἡ αὐγή, κίτρινη, μετανοιωμένη στὰ περιβόλια πίσω ἀπ’ τὶς μουσμουλιὲς ἤ ὅταν ἀρχίζει τὸ σούρουπο ν’ ἁπλώνει τὶς γαλαζοκόκκινες σκιές του στὶς ἄπατες λαγκαδιές, τότε τὸ πουλί, ποὺ φωλιάζει στὶς πέτρες τῶν ἔρημων λιβαδιῶν, βγαίνει ἀπ’ τὴν τρύπα του, ξεχύνεται στὸ δάσος μὲ τὰ κουδούνια· τὸ χνούδι του ζαλίζει τὰ λουλούδια. Εἶναι τὸ φόβητρο τῶν μυημένων κυνηγῶν. Στὴ μουσικὴ τῶν φτερῶν του ὑποχωροῦν τὰ βήματά τους.
Δὲ φεύγει ποτὲ μπροστὰ στὸν κίνδυνο, δὲν ἀφήνει ποτὲ τὴ θέση του, δὲν κρύβεται ποτὲ ἀπ’ τὰ μάτια τῶν ἐχτρῶν του ταξιδεύοντας τυλιγμένο σ’ ἕνα πράσινο φύλλο, ὅπως κάνουν ὅλα τ’ ἄλλα πουλιά.
Μετριοῦνται στὰ δάχτυλα οἱ κυνηγοὶ ποὺ μποροῦνε νὰ παινευτοῦν ὅτι τὸ εἶδαν δυὸ-τρεῖς φορὲς ὁλάκερη τὴ ζωή τους. Ἀλλὰ οὔτε ἕνας ταριχευτὴς σπάνιων πουλιῶν δὲν καυχήθηκε ὣς τὰ σήμερα πὼς πλούτισε μ’ αὐτὸ τὴ συλλογή του.
Ἀλλοίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ χωρὶς νὰ ξέρει συναπαντιέται ὁπλισμένος, γιὰ πρώτη φορὰ μαζί του. Τὸν προσκαλεῖ νὰ πλησιάσει μὲ τὴ σοβαρὴ χάρη τοῦ χρωματισμοῦ του, μὲ τὴν ἀνείπωτη γλύκα τῆς φωνῆς του, μὲ τὶς ρυθμικὲς κινήσεις τοῦ χρυσοῦ φτεροῦ του. Ὁ κυνηγὸς ἀνυποψίαστος φτάνει κοντά, σημαδεύοντας πάντα μὲ ὑψωμένη τὴν καραμπίνα κατὰ πάνω του καὶ τὸ δάχτυλο σταθερὸ στὴ σκαντάλη.
Τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι ἕτοιμος πιὰ νὰ τραβήξει, βλέπει μὲ φρίκη, στὸ κλαδί, στὸ βράχο ἢ στὴν πεζούλα τοῦ ξεροπήγαδου, τὸ ἴδιο κατάμαυρο πουλὶ νὰ τὸν κοιτάζει, αὐτὴ τὴ φορὰ μ’ ἕνα ἀλλιώτικο βλέμμα.
Ποῦ τὰ ξέρει αὐτὰ τὰ μάτια; Ποῦ τὰ ‘χει ξαναδεῖ αὐτὰ τὰ μαλλιὰ; Ποῦ τὰ θυμᾶται αὐτὰ τὰ πολὺ γνώριμα χαραχτηριστικὰ ποὺ εἶναι ἀντικρύ του;
Ὄχι δὲν κάνει λάθος.
Στὸ μαῦρο κορμὶ τοῦ πουλιοῦ, στὴ θέση τοῦ κεφαλιοῦ του, βρίσκεται τώρα κολλημένο τὸ μικροσκοπικὸ ὁμοίωμα τῆς δικιᾶς του κεφαλῆς. Εἶναι τὸ δικό του πρόσωπο πού, σὰν μέσα ἀπὸ ἀναποδογυρισμένο κιάλι ποὺ μικραίνει τὰ πράματα, σημαδεύει στὸ κλαδί, στὸ βράχο ἢ στὴν πεζούλα τοῦ ξεροπήγαδου.
Ποιὸς θὰ τολμήσει νὰ ρίξει τὸ βόλι πάνω στὸ εἴδωλό του τὴν ὥρα ποὺ πάει νὰ χτυπήσει ἕνα πουλί;
Πηγή: Ἡ κρύπτη (διηγήματα, Κείμενα, Ἀθήνα, 1979).
Ἐ.Χ. Γονατᾶς (Ἀθήνα 1924-2006). Σπούδασε Νομικά, ποιητὴς καὶ δοκιμιογράφος τῆς πρώτης μεταπολεμικῆς γενιᾶς, διακρίθηκε κυρίως ὡς «λογοτέχνης τοῦ παράδοξου». Πρώτη του ἐμφάνιση στὰ γράμματα μὲ τὸ ἀφήγημα Ὁ ταξιδιώτης (1945), τελευταῖο βιβλίο του Τρεῖς δεκάρες (ἀφηγήματα, Στιγμή, 2006). Τὸ 1994 τιμήθηκε μὲ τὸ Κρατικό Βραβεῖο.
Filed under: Γονατάς Ε.Χ.,Διδακτισμός,Ελληνικά,Θάνατος,Μυστήριο,Μύθοι,Περιγραφή,Φύση-Ζώα,Φανταστικό | Tagged: Διήγημα,Ε.Χ.Γονατάς,Λογοτεχνία |