Ἐ.Χ. Γονατᾶς: Τὸ εἴδωλο


Gonatas,E.Ch.-ToEidolo-Eikona-01


Ἐ.Χ. Γο­να­τᾶς


Τὸ εἴ­δω­λο


01-Ypsilon­ΠΑΡ­ΧΕΙ ἕ­να κα­τά­μαυ­ρο με­τα­ξω­τὸ που­λί, μ’ ἕ­να μο­να­δι­κὸ χρυ­σὸ φτε­ρὸ στὴν οὐ­ρά του.

            Ὅ­ταν προ­βάλ­λει ἡ αὐ­γή, κί­τρι­νη, με­τα­νοι­ω­μέ­νη στὰ πε­ρι­βό­λια πί­σω ἀ­π’ τὶς μου­σμου­λι­ὲς ἤ ὅ­ταν ἀρ­χί­ζει τὸ σού­ρου­πο ν’ ἁ­πλώ­νει τὶς γα­λα­ζο­κόκ­κι­νες σκι­ές του στὶς ἄ­πα­τες λαγ­κα­δι­ές, τό­τε τὸ που­λί, ποὺ φω­λιά­ζει στὶς πέ­τρες τῶν ἔ­ρη­μων λι­βα­δι­ῶν, βγαί­νει ἀ­π’ τὴν τρύ­πα του, ξε­χύ­νε­ται στὸ δά­σος μὲ τὰ κου­δού­νια· τὸ χνού­δι του ζα­λί­ζει τὰ λου­λού­δια. Εἶ­ναι τὸ φό­βη­τρο τῶν μυ­η­μέ­νων κυ­νη­γῶν. Στὴ μου­σι­κὴ τῶν φτε­ρῶν του ὑ­πο­χω­ροῦν τὰ βή­μα­τά τους.

            Δὲ φεύ­γει πο­τὲ μπρο­στὰ στὸν κίν­δυ­νο, δὲν ἀ­φή­νει πο­τὲ τὴ θέ­ση του, δὲν κρύ­βε­ται πο­τὲ ἀ­π’ τὰ μά­τια τῶν ἐ­χτρῶν του τα­ξι­δεύ­ον­τας τυ­λιγ­μέ­νο σ’ ἕ­να πρά­σι­νο φύλ­λο, ὅ­πως κά­νουν ὅ­λα τ’ ἄλ­λα που­λιά.

            Με­τρι­οῦν­ται στὰ δά­χτυ­λα οἱ κυ­νη­γοὶ ποὺ μπο­ροῦ­νε νὰ παι­νευ­τοῦν ὅ­τι τὸ εἶ­δαν δυ­ὸ-τρεῖς φο­ρὲς ὁ­λά­κε­ρη τὴ ζω­ή τους. Ἀλ­λὰ οὔ­τε ἕ­νας τα­ρι­χευ­τὴς σπά­νι­ων που­λι­ῶν δὲν καυ­χή­θη­κε ὣς τὰ σή­με­ρα πὼς πλού­τι­σε μ’ αὐ­τὸ τὴ συλ­λο­γή του.

            Ἀλ­λοί­μο­νο σ’ ἐ­κεῖ­νον ποὺ χω­ρὶς νὰ ξέ­ρει συ­να­παν­τι­έ­ται ὁ­πλι­σμέ­νος, γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ μα­ζί του. Τὸν προ­σκα­λεῖ νὰ πλη­σιά­σει μὲ τὴ σο­βα­ρὴ χά­ρη τοῦ χρω­μα­τι­σμοῦ του, μὲ τὴν ἀ­νεί­πω­τη γλύ­κα τῆς φω­νῆς του, μὲ τὶς ρυθ­μι­κὲς κι­νή­σεις τοῦ χρυ­σοῦ φτε­ροῦ του. Ὁ κυ­νη­γὸς ἀ­νυ­πο­ψί­α­στος φτά­νει κον­τά, ση­μα­δεύ­ον­τας πάν­τα μὲ ὑ­ψω­μέ­νη τὴν κα­ραμ­πί­να κα­τὰ πά­νω του καὶ τὸ δά­χτυ­λο στα­θε­ρὸ στὴ σκαν­τά­λη.

            Τὴ στιγ­μὴ ποὺ εἶ­ναι ἕ­τοι­μος πιὰ νὰ τρα­βή­ξει, βλέ­πει μὲ φρί­κη, στὸ κλα­δί, στὸ βρά­χο ἢ στὴν πε­ζού­λα τοῦ ξε­ρο­πή­γα­δου, τὸ ἴ­διο κα­τά­μαυ­ρο που­λὶ νὰ τὸν κοι­τά­ζει, αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ μ’ ἕ­να ἀλ­λι­ώ­τι­κο βλέμ­μα.

            Ποῦ τὰ ξέ­ρει αὐ­τὰ τὰ μά­τια; Ποῦ τὰ ‘­χει ξα­να­δεῖ αὐ­τὰ τὰ μαλ­λιὰ; Ποῦ τὰ θυ­μᾶ­ται αὐ­τὰ τὰ πο­λὺ γνώ­ρι­μα χα­ρα­χτη­ρι­στι­κὰ ποὺ εἶ­ναι ἀν­τι­κρύ του;

            Ὄ­χι δὲν κά­νει λά­θος.

            Στὸ μαῦ­ρο κορ­μὶ τοῦ που­λιοῦ, στὴ θέ­ση τοῦ κε­φα­λιοῦ του, βρί­σκε­ται τώ­ρα κολ­λη­μέ­νο τὸ μι­κρο­σκο­πι­κὸ ὁ­μοί­ω­μα τῆς δι­κιᾶς του κε­φα­λῆς. Εἶ­ναι τὸ δι­κό του πρό­σω­πο πού, σὰν μέ­σα ἀ­πὸ ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νο κιά­λι ποὺ μι­κραί­νει τὰ πρά­μα­τα, ση­μα­δεύ­ει στὸ κλα­δί, στὸ βρά­χο ἢ στὴν πε­ζού­λα τοῦ ξε­ρο­πή­γα­δου.

            Ποι­ὸς θὰ τολ­μή­σει νὰ ρί­ξει τὸ βό­λι πά­νω στὸ εἴ­δω­λό του τὴν ὥ­ρα ποὺ πά­ει νὰ χτυ­πή­σει ἕ­να που­λί;


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἡ κρύ­πτη (δι­η­γή­μα­τα, Κεί­με­να, Ἀ­θή­να, 1979).

Ἐ.Χ. Γο­να­τᾶς (Ἀ­θή­να 1924-2006). Σπού­δα­σε Νο­μι­κά, ποι­η­τὴς καὶ δο­κι­μι­ο­γρά­φος τῆς πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κῆς γε­νιᾶς, δι­α­κρί­θη­κε κυ­ρί­ως ὡς «λο­γο­τέ­χνης τοῦ πα­ρά­δο­ξου». Πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὰ γράμ­μα­τα μὲ τὸ ἀ­φή­γη­μα Ὁ τα­ξι­δι­ώ­της (1945), τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο του Τρεῖς δε­κά­ρες (ἀ­φη­γή­μα­τα, Στιγ­μή, 2006). Τὸ 1994 τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κό Βρα­βεῖ­ο.


 

%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: