.
.
Ἄννα Ἀμίλητου
Θεραπευτικὴ ἐπιδείνωση
.
Μάνα
Νύχτωσε καὶ λείπει. Λύπη. Μυρίζουν οἱ ἀπουσίες της, γλυκερὴ κολώνια, ἐξατμίζονται στὴν καρέκλα μετὰ τὴν ἀναχώρησή της. Τὸ μεσημέρι κλάδεψαν τὶς μουριές, μὲ κοιτᾶνε ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παραθυρόφυλλο τοῦ σαλονιοῦ, ἀπὸ τὴ φωτεινὴ πλευρὰ τῆς σιωπῆς. Φαλακρὰ γυμνὰ κουφάρια, μοιάζουν μὲ ἀκτινογραφίες τοῦ ἐαυτοῦ τους, προβλέψεις, συνιστώμενες δόσεις. Ἡ ψυχαναλύτρια μοῦ ζήτησε νὰ ζωγραφίσω νεκρὲς φύσεις. Ἕνα μπὼλ μὲ φροῦτα, ὅπως αὐτὸ ποὺ ζωγράφισα ὅταν ἤμουν εἰκοσιπέντε χρονῶν. Τὸ κοιτάω κρεμασμένο στὸν τοῖχο, τὰ φροῦτα δὲν ἔχουν σαπίσει ἀπὸ τότε. Ἡ λαδομπογιὰ δὲ σαπίζει, τὸ συκώτι σαπίζει. Ἔχω ἕνα διαζύγιο, μιὰ ἄγαμη μοναχοκόρη καὶ ἀποθηκευμένους στὸ φαρμακεῖο τοῦ σπιτιοῦ μερικοὺς βαθμιαίους θανάτους. Εἶναι στρογγυλοὶ καὶ ξηροί. Ἔχω κι ἄλλους ὑγροὺς σὲ χρωματιστὰ μπουκάλια. Τοὺς ἔχω κρύψει ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Ἕνα ποτήρι εἶναι πάρα πολὺ καὶ τὰ πολλὰ δὲ φτάνουν. Θὰ καταπιῶ τὸ βαθμιαῖο μὲ τρεῖς γουλιές. Στὴν ὑγεία δὲ δίνουν πολλοὶ σημασία, εἶναι σὰν τὴν καθαριότητα: δὲν εἶναι διακριτή. Μόνο ἡ βρωμιὰ εἶναι διακριτή.
Κόρη
Εἶμαι ἐρωτευμένη. Ἔχω τὸν ἀγαπημένο μου, περπατᾶμε στὰ περιβόλια μὲ τὰ γεράνια, τὶς λεμονιὲς καὶ τὶς πορτοκαλιές. Θὰ γεννήσω ἕναν λεμονανθό. Ἔψαχνα χρόνια στὸ λεξικό, ἂν μὲ γέννησε ἡ μάνα, ποιός γέννησε τὶς λέξεις. Πάντα ἀναζητοῦσα τοὺς ὁρισμούς. Στὰ δεκαοκτὼ ἡ γιατρός μου, εἶπε «Δὲν ἔχεις τίποτα κορίτσι μου, πᾶνε σπίτι σου». Πέρασαν χρόνια μὲ διάγνωση ἕνα ὁρισμένο τίποτα. Μυρμηγκιάζει στὰ γόνατα, τὸ ὁρισμένο τίποτα γίνεται ἀόριστο κάτι. Εἶχα τὸ ἐλάττωμα, δὲν πήγαινα καλοντυμένη στὸν προθάλαμο τῆς ἀπελπισίας.
Σήμερα τὸ ἀπόγευμα ἔλαβα ἕνα τηλεφώνημα, ἔλεγε μὲ κόκκινα γράμματα «Φαρμακευτική: θηλυκὸ ἐπίθετο χωρὶς οὐσιαστικό. Ἀπόπειρα: οὐσίας οὐσιαστικὸ μὲ ἐπιθετικὸ προσδιορισμό». H ὁμιλία εἶναι ἕνας κύλινδρος: μόλις φτάνει στὸ τέλος ἀκουμπάει στὴν ἀρχή.
Κάποτε ἤξερα τρεῖς γλῶσσες καὶ δὲ μιλοῦσα καμιά. Τώρα μεγάλωσα χωρὶς λεξοτανὶλ καὶ δὲν ὁμιλῶ τὴ μητρική μου γλώσσα. Περιμένω ἕνα παιδὶ ποὺ θὰ τὸ ὀνομάσουμε Στόμα καὶ θὰ τὸ ἀναθρέψουμε μὲ λεξητανίλ. Ὅπως λέω πάντα, μπορεῖς νὰ κάνεις πολλὰ πράγματα μὲ τὸ στόμα, μεταξὺ ἄλλων νὰ προφέρεις ὡραῖες φράσεις σὲ ἐλλιπῆ γραμματική. Οἱ γαζίες θὰ ἀνθίσουν καὶ πάλι. Ὁ καλός μου ἄνοιξε χθὲς στὸ σαλόνι ὅλα τὰ βιβλία ποὺ ἔχω διαβάσει καὶ μοῦ εἶπε ὅτι οἱ λέξεις ἔλειπαν. Ἔλυπαν.
.
.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἄννα Ἀμίλητου (Ἀθήνα, 1975). Σπούδασε Ἐπικοινωνία καὶ Νέα Μέσα.
.
Filed under: Αμίλητου Άννα,Ανάλυση,Ελληνικά,Μονόλογος,Νοσήματα,Οικογένεια,Ψυχογραφία | Tagged: Άννα Αμίλητου,Διήγημα,Λογοτεχνία |