Ἀμάντα Μιχαλοπούλου
Τὸ χέρι τοῦ πατέρα μου
Τὸ ξέρω πὼς ἐνήμεροι τελεῖτε
κι ἐνήμερους μᾶς παίρνετε, πατέρες,
ἐκεῖ ποὺ ἀορίστως κατοικεῖτε,
ψηλὰ στοὺς πεισιθάνατους αἰθέρες
Διονύσης Καψάλης, Ὑπὸ κλίμακα
ΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ κοιμόμουν μὲ πολλούς. Ἤμουν εἴκοσι χρονῶν, ταγμένη στὶς ἐμπειρίες. Εἶχα γνωρίσει ἀγόρια καὶ μεγαλύτερους ἄντρες, συμφοιτητές μου στὴν Ἀρχιτεκτονική, καθηγητὲς καὶ λέκτορες, μερικὲς κοπέλες πού, σὰν ἐμένα, ἤθελαν νὰ δοκιμάσουν τὰ πάντα, φίλους φίλων σὲ πάρτυ, μηχανόβιους, μουσικούς, ἄγνωστους σὲ μπάρ. Ἀπὸ ἐδῶ ποὺ βρίσκομαι τώρα τὸ σπόρ μοῦ φαίνεται αὐτοκαταστροφικό, ἀλλὰ τότε δὲ σκεφτόμουν ἔτσι. Πίστευα ὅτι οἱ τυχαῖες συναναστροφὲς θὰ μὲ βοηθοῦσαν νὰ δῶ τοὺς ἀνθρώπους ὡς σύνολο φωτεινῶν συμπτώσεων, ἀκριβῶς ὅπως ἀντικρίζει κανεὶς οὐράνια σώματα στὴν ξαστεριά.
Κάθε βράδυ ἑτοιμαζόμουν μὲ χτυποκάρδι, χωρὶς νὰ ξέρω τί μὲ περιμένει. Ἔκλεινα τὴν πόρτα τοῦ φοιτητικοῦ μου διαμερίσματος ἕτοιμη γιὰ ὅλα. Μοῦ ἄρεσε ἡ ἔλλειψη σχεδίου πλεύσης, ἡ ἔλλειψη ἀπαιτήσεων ποὺ δημιουργοῦν προσδοκίες. Μοῦ ἄρεσαν ἐπίσης τὰ ἄγνωστα διαμερίσματα στὰ ὁποῖα κατέληγα. Πόσα καταλάβαινα γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων! Ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ προδιδόταν μ΄ἕνα σεμέν, μιὰ φωτογραφία ἢ ἕνα κάλυμμα τοῦ καναπέ. Κι αὐτὸ τὸ ἤξεραν ἢ τὸ ὑποψιάζονταν ὅλοι ὅσοι ρωτοῦσαν, στὴ μέση ἑνὸς φιλιοῦ, «θὰ ’ρθεῖς στὸ σπίτι μου;».
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ γνώρισα σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ μπὰρ τῆς πλατείας Μαβίλη ἕναν ἄντρα ψηλὸ καὶ εὐτραφῆ. Φαινόταν καλόβολος, ἔτσι ποὺ χαμογελοῦσε διαρκῶς, πίνοντας μόνος τὸ ποτό του στὸ σκαμνὶ τοῦ μπάρ. Ἦταν Δεκαπενταύγουστος, ἔβραζε ὁ τόπος. Γύρω στὰ μεσάνυχτα καταλήξαμε στὸ σπίτι του, σὲ μιὰ ἀρχοντικὴ πολυκατοικία πίσω ἀπὸ τὴν πλατεία.
Μετὰ τὸ σὲξ κοιμήθηκα ἀμέσως καὶ βαθιά. Δὲν ξέρω ἂν ἔφταιγε τὸ στρῶμα νεροῦ στὸ κρεβάτι του, πάντως στὴ μέση τῆς νύχτας ξύπνησα μὲ τρομερὴ δίψα. Εἶχα προσέξει ὅτι τὸ μπάνιο βρισκόταν μέσα στὸ ὑπνοδωμάτιο, κάτι σπάνιο στὰ διαμερίσματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἤξεραν ἀκόμη τὰ master bedrooms. Πῶς ὅμως θὰ ἔφτανα ὣς ἐκεῖ; Δὲν εἴχαμε ἀφήσει ἕνα φῶς ἀναμμένο. Ἀνάμεσα στὸ κρεβάτι καὶ στὴν πόρτα τοῦ μπάνιου ἁπλωνόταν ἕνας χῶρος ἀχανής.
Κοιμόμουν στὴν ἐξωτερικὴ πλευρά. Μὲ χέρια τεντωμένα, σὰν ὑπνοβάτης, ἀνασηκώθηκα κι ἄρχισα νὰ ψηλαφῶ τὸ σκοτάδι πού μοῦ φάνηκε ὑπερβολικὰ πυκνό – ἀγεωγράφητο. Χάθηκα μέσα στὸ δωμάτιο. Θά ‘ταν καλύτερο νὰ γυρίσω στὸ κρεβάτι, σκέφτηκα, ὥσπου ἀνακάλυψα ὅτι τὸ εἶχα χάσει κι αὐτό. Κι ἂν ἀκουμποῦσα σ’ ἕναν τοῖχο, σ’ ἕναν ὁποιοδήποτε τοῖχο; Θὰ μποροῦσα νὰ βρῶ τὸ στίγμα μου καὶ νὰ προχωρήσω;
Ὅταν ἀφηγεῖσαι, ὁ χρόνος περνάει. Ὅμως ἐκεῖ, τότε, ὁ χρόνος ἦταν ἀκίνητος καὶ ἀβαθής. Μπλεγμένη σὲ ἱστοὺς σκοταδιῶν, κολυμποῦσα ἀνοίγοντας καὶ ξανανοίγοντας τὰ χέρια μου, ὥσπου τελικὰ βρῆκα μιὰ λύση: γονάτισα καὶ σύρθηκα. Εἶχα καλύψει μικρὴ ἀπόσταση τελικά. Μὲ τὴ δεύτερη ἁπλωτή, ἄγγιξα τὴν ἄκρη τοῦ στρώματος. Μὲ τὴν τρίτη, ἀκούμπησα τὸ χέρι τοῦ πατέρα μου ποὺ εἶχε πνιγεῖ κολυμπώντας τέσσερα χρόνια πρίν, ὅταν πήγαινα στὸ Λύκειο. Ἦταν τὸ ζεστό, τριχωτὸ χέρι του, μὲ τὴν παλάμη ἀνοιχτή, τὰ δάχτυλα στραμμένα πρὸς τὰ πάνω. Ἦταν τὸ χέρι του καὶ μὲ τραβοῦσε πάνω στὸ στρῶμα τοῦ νεροῦ γιὰ νὰ μὲ σώσει ἀπὸ τὸ σκοτάδι.
«Τι ἔπαθες;» εἶπε ὁ ἄγνωστος ἄντρας στὸν ὁποῖο κατέληγε τὸ χέρι τοῦ πατέρα μου. Ἐγὼ δὲν ἀπάντησα. Συνέχισα νὰ χαϊδεύω τὰ δάχτυλα ποὺ ἤξερα τόσο καλά. Δάχτυλα ποὺ εἶχαν πλύνει καὶ σκουπίσει τὰ δικά μου ἀμέτρητες φορές, δάχτυλα πού μοῦ εἶχαν μάθει τὴ βασικὴ ἀριθμητικὴ καὶ ποὺ μόνο σπάνια μὲ εἶχαν γραπώσει βίαια γιὰ νὰ μὲ τραβήξουν στὸ πεζοδρόμιο, ἂν περνοῦσε, μὲ μεγάλη ταχύτητα, ἕνα αὐτοκίνητο. Ἐκεῖνος, ὑποθέτωντας ὅτι κάτι ἄλλο ζητοῦσα, ἔχωσε τὴν παλάμη του ἀνάμεσα στὰ πόδια μου κι ἄρχισε τὶς παλίνδρομες κινήσεις. Πετάχτηκα ὄρθια πάνω στὸ στρῶμα νεροῦ ποὺ τραμπαλιζόταν. «Το φῶς, τὸ φῶς!» οὔρλιαξα. Ὁ ἄντρας ἄναψε τὸ φῶς μουρμουρίζοντας. Τὸ χέρι τοῦ πατέρα μου ἀφανίστηκε.
Κλείστηκα στὴν τουαλέτα κι ἤπια νερὸ μὲ τὶς χοῦφτες. Κοίταξα γιὰ λίγο τὰ μπουκαλάκια μὲ τὶς κρέμες νυχτὸς καὶ τὰ ἀρώματα κάποιας ἄλλης γυναίκας ποὺ προφανῶς ἔμενε ἐκεῖ κι ἔλειπε σὲ διακοπές. Τράβηξα τὸ καζανάκι χωρὶς νὰ ἔχω κάτσει στὴ λεκάνη, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δῶ τὸ νερὸ νὰ κυλᾶ. Κοιτάχτηκα στὸν καθρέφτη. Ἤθελα νὰ μιλήσω, κάτι νὰ πῶ στὸν πατέρα μου, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα ἐκεῖ, στὸ ξένο μπάνιο. Ξαναγύρισα στὸ δωμάτιο γιὰ νὰ ντυθῶ.
«Φεύγεις;» εἶπε ὁ ἄντρας ποὺ ἀνακαθόταν στὴ μέση τοῦ στρώματος σὰν ὀδαλίσκη, μὲ τὸ σεντόνι τυλιγμένο στὴ μέση του.
Καὶ τότε ἔκανα κάτι παράξενο: ἔσκυψα καὶ ἀκούμπησα τὸ μάγουλο στὴν παλάμη του, προσπαθώντας νὰ ξαναβρῶ τὴν ἀπόκοσμη αἴσθηση ποὺ εἶχε πιὰ χαθεῖ.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἀμάντα Μιχαλοπούλου (Ἀθήνα, 1966). Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στὴν Ἀθήνα καὶ δημοσιογραφία στὸ Παρίσι. Ἀρθρογραφεῖ στὴν ἐφ. Καθημερινή. Πρῶτο της βιβλίο: Ἔξω ἡ ζωὴ εἶναι πολύχρωμη (ἐκδ. Καστανιώτης, διηγήματα, 1994), τελευταῖο βιβλίο: Τ+Υ = Ἀγάπη γιὰ πάντα, (ἐκδ. Πατάκη, 2011).
Filed under: Ερωτας,Ελληνικά,Μιχαλοπούλου Αμάντα,Οικογένεια,Περιγραφή,Ψυχογραφία | Tagged: Αμάντα Μιχαλοπούλου,Διήγημα,Λογοτεχνία |