Ἀργύρης Χιόνης: Τὸ ἀπομεσήμερο ἑνὸς φαύνου

 

 

Ἀρ­γύ­ρης Χι­ό­νης

 

Τὸ ἀπομεσήμερο ἑνὸς φαύνου

 

N­e­v­er-n­e­v­e­r­m­o­re

«T­he R­a­v­en», E.A. P­oe

 

ΥΤΗ ΜΟΛΙΣ ΕΙΧΕ ΚΛΕΙΣΕΙ τὰ εἴ­κο­σι τρί­α· αὐ­τὸς πλη­σί­α­ζε τὰ ἑ­ξῆν­τα. Αὐ­τὴ εἶ­χε μό­λις ἐκ­δώ­σει τὴν πρώ­τη ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γή της, ἀλ­λὰ ἀ­νυ­πο­μο­νοῦ­σε ἤ­δη γιὰ ἀ­να­γνώ­ρι­ση, γιὰ κα­τα­ξί­ω­ση. Αὐ­τός, ἀ­φοῦ εἶ­χε φτύσει αἷ­μα καὶ πε­ρά­σει διὰ πυ­ρὸς καὶ σι­δή­ρου, ἐ­θε­ω­ρεῖ­το πλέ­ον κα­τα­ξι­ω­μέ­νος ποι­η­τὴς καὶ κρι­τι­κός.

       Ἦ­ταν ἕ­να ζε­στὸ ἀ­πο­με­σή­με­ρο τοῦ Ἰ­ου­λί­ου καὶ ἦ­σαν ξα­πλω­μέ­νοι, ὁ­λό­γυ­μνοι, ἐ­πά­νω στὸ κρε­βά­τι του. Πρὶν ἀ­πὸ λί­γο, εἴ­χα­νε, κά­νει ἔ­ρω­τα· αὐ­τὴ μὲ βα­θιοὺς στε­ναγ­μοὺς καὶ πνι­χτὲς κραυ­γὲς “ἡ­δο­νῆς”· αὐ­τὸς μὲ ἱ­δρώ­τα καὶ ἄγ­χος γιὰ τὴ λει­ψὴ στύ­ση του.

       Αὐ­τὴ εἶ­χε ἀ­πο­κοι­μη­θεῖ· αὐ­τός, ξύ­πνιος καὶ γερ­μέ­νος στὸ πλά­ι, πρὸς τὸ μέ­ρος της, ἄ­κου­γε τὴν ἥ­συ­χη, ἀ­μέ­ρι­μνη ἀ­νά­σα της καὶ πε­ρι­ερ­γα­ζό­ταν τὸ κορ­μί της. Ὁ ὕ­πνος τὴν εἶ­χε κερ­δί­σει σὲ ὕ­πτια στά­ση, ἀλ­λὰ τὰ στή­θη της δὲν κρέ­μον­ταν δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρά· σφι­χτὰ σὰν λε­μό­νια, ση­μά­δευ­αν μὲ ρῶ­γες ὄρ­θι­ες τὸ τα­βά­νι. Τὰ μπρά­τσα ἦ­σαν ἀ­λα­βά­στρι­να, στο­μά­χι καὶ κοι­λιὰ καμ­πύ­λω­ναν πρὸς τὰ μέ­σα, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ ἐκ­θέ­τουν, τὰ πα­ΐ­δια τοῦ ὑ­περ­κεί­με­νου θώ­ρα­κα. Τὸ τρί­χω­μα τοῦ ἐ­φη­βαί­ου κα­τά­μαυ­ρο, πυ­κνο­ΰ­φα­σμέ­νο βε­λοῦ­δο, οἱ μη­ροί, κρου­στοί, δὲν ξε­χεί­λω­ναν πά­νω στὸ στρῶ­μα· τὸ ἴ­διο καὶ οἱ γάμ­πες. Τὰ γό­να­τα δι­α­κρι­τὰ καὶ τέ­λεια σμι­λευ­μέ­να. Ὅ­σο γιὰ τὰ πό­δια —ἄχ, τὰ πό­δια!— δύ­ο κομ­ψο­τε­χνή­μα­τα, μὲ λε­πτουρ­γη­μένους ἀ­στρα­γά­λους, τέ­λεια πέλ­μα­τος καμ­πύ­λη καὶ ἀ­κρο­δά­χτυ­λα σὰν ρό­δι­νες, στρι­φτὲς κα­ρα­με­λί­τσες ποὺ σοῦ ‘ρ­χό­ταν νὰ τὶς γλεί­φεις μέ­χρι νὰ λι­ώ­σουν μὲς στὸ στό­μα σου.

       Ἀ­π’ τὰ δρο­σά­τα πό­δια της, στὰ μα­ρα­μέ­να τὰ δι­κά του πέ­ρα­σε τὸ βλέμ­μα του καί, ἀ­πὸ κεῖ, στὶς ἀ­χα­μνές του γάμ­πες ἀ­νη­φό­ρι­σε, στ’ ἀρ­θρι­τι­κά του γό­να­τα καὶ στοὺς σα­κου­λι­α­σμέ­νους του μη­ρούς. Στὸ σμί­ξι­μό τους, ἀν­τί­κρι­σε, μὲ δέ­ος, τὰ τζού­φια ἀρ­χί­δια του, στε­φα­νω­μέ­να ἀ­πὸ γκρί­ζες γου­ρου­νό­τρι­χες, καί, λί­γο πιὸ ψη­λά, τὴ χα­λα­ρὴ κοι­λιὰ πού, ὅ­πως ἤ­τα­νε γερ­τὸς στὸ πλά­ι, πά­νω στὸ στρῶ­μα εἶ­χε κυ­λή­σει. Μί­σος καὶ ἀ­η­δί­α τὸν κα­τέ­λα­βε γιὰ τὸ πα­ρηκ­μα­σμέ­νο του κορ­μί. Ἡ σύγ­κρι­ση τοῦ οἰ­κεί­ου χει­μῶ­νος μὲ τὸ πα­ρα­κεί­με­νο θα­λε­ρὸ θέ­ρος τὸν τζά­κι­ζε καί, ἀ­φοῦ ὁ ὕ­πνος δὲν ἔ­στερ­γε, ὡς πα­ρη­γο­ρη­τής, τὰ μά­τια νὰ τοῦ κλεί­σει, τὸ χέ­ρι ἅ­πλω­σε κι ἀ­π’ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη, πλά­ι στὸ κρε­βά­τι, ἕ­να βι­βλί­ο ἀ­νέ­συ­ρε, στὴν τύ­χη, καὶ στὴν τύ­χη (τί φρι­κτή, Θε­έ μου, τύ­χη!) στὴν ἑ­βδο­μη­κο­στὴ ἐ­νά­τη τὸ ἄ­νοι­ξε σε­λί­δα κι ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­βά­ζει:

       Πά­ει κι­ό­λας χρό­νος ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ὁ Φα­ρὶντ πῆ­ρε τὴ Νά­α­μα γυ­ναί­κα, καὶ κά­θε πρω­ϊ­νὸ τὸ ἀν­τρό­γυ­νο κά­τω ἀ­πὸ τὶς ἀ­λέ­ες τρι­γυρ­νᾶ, ποὺ οἱ φυλ­λω­σι­ές τους τὸ ξα­νά­νι­ω­μα τοῦ ἔ­ρω­τα θρο­ΐ­ζουν.

       Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νοι προ­χω­ροῦν, ὁ ἕ­νας πλά­ι στὸν ἄλ­λο, ἀρ­γὰ-ἀρ­γά, λὲς καὶ ξε­προ­βο­δί­ζου­νε νε­κρὸ στὸ μνῆ­μα, λὲς καὶ τὴ μου­σι­κὴ δὲν ἀ­γρι­κοῦν τῶν δέν­τρων, δί­χως νὰ λὲν μιὰ λέ­ξη, δί­χως οὒ­τ’ ἕ­να βλέμ­μα ν’ ἀν­ταλ­λά­ζουν.

       Μέ­ρα τὴ μέ­ρα, τῆς Νά­α­μας τὰ μά­τια βα­θου­λώ­νουν, χλω­μι­ά­ζου­νε τὰ μά­γου­λά της.

       Κι ἐ­γὼ φαν­τά­ζο­μαι μὲ πό­ση ἡ­δο­νὴ θὰ ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται, μὲς στὴ σι­ω­πὴ τῆς νύ­χτας, πλα­γι­α­σμέ­νη πλά­ι στὸν Φα­ρίντ, ὁ­λό­γυ­μνη, τὸ ἀρ­γό, μὰ στα­θε­ρὸ ἔρ­γο τοῦ θα­νά­του στοῦ γέ­ρον­τα τὸ σῶ­μα, τὸ τρί­ξι­μο τὸ σι­γα­νὸ ποὺ κά­νουν οἱ κλει­δώ­σεις του, κα­θὼς μί­α πρὸς μί­α, τὶς θρυμ­μα­τί­ζει ὁ χρό­νος, τὸ ἀ­δι­ά­κο­πο τῆς ὕ­παρ­ξής του ξε­χαρ­βά­λω­μα

       Ὅ­μως, τὸ γλυ­κο­χά­ρα­μα, ὅ­ταν τὴν παίρ­νει ὁ ὕ­πνος, ἐ­κεῖ­νος γέρ­νει ἀ­πά­νω ἀπ΄ τὸ κε­φά­λι τῆς ὀ­μορ­φο­νιᾶς καί, σὰν θε­ριὸ ποὺ τὸ μυα­λὸ τῆς λεί­ας του ρου­φᾶ, τὰ χα­ρω­πά της ὄ­νει­ρα τα­ρά­ζει.(1)

       Τοῦ ἦρ­θε σκο­το­δί­νη, τοῦ ἦρ­θε νὰ σκο­τώ­σει ἄν­θρω­πο. Σκό­τω­σε μό­νο ἕ­να κου­νού­πι πού ‘­χε τὴν ἀ­τυ­χί­α πά­νω στὴν ἐ­πί­μα­χη σε­λί­δα νὰ προ­σγει­ω­θεῖ, τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς στιγ­μὴ ποὺ ἔ­κλει­νε μὲ πά­τα­γο καὶ κα­τα­γῆς πε­τοῦ­σε τὸ  βι­βλί­ο.

       Τὸ λα­χτα­ρι­στὸ στὸ πλά­ι του κορ­μὶ λα­χτά­ρι­σε, σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­π’ τὸ μα­ξι­λά­ρι καὶ τρο­μαγ­μέ­νο, ρώ­τη­σε: «Τί ἔ­γι­νε, ἀ­γά­πη μου, τί ἔ­πα­θες;» Τό­τε, αὐ­τὸς τὴν ἅρ­πα­ξε ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιά, τὰ ὑ­πέ­ρο­χα με­τα­ξω­τὰ μαλ­λιά της, καὶ δυ­ὸ ἀ­πα­νω­τὰ τῆς ἔ­ρι­ξε σκαμ­πί­λια, φω­νά­ζον­τας: «Μὰ πῶς τολ­μᾶς, μὰ πῶς τολ­μᾶς νὰ εἶ­σαι τό­σο νέ­α, τό­σ’ ὡ­ραί­α;­!» Ὕ­στε­ρα, πρὶν προ­λά­βει αὐ­τὴ ν’ ἀρ­θρώ­σει λέ­ξη, φό­ρε­σε ἕ­να παν­τα­λό­νι, ἕ­να που­κά­μι­σο κι ἕ­να ζευ­γά­ρι ἐ­σπαν­τρί­λι­ες καὶ πῆ­ρε τοὺς δρό­μους, νὰ τὴν ἀ­φή­σει μό­νη, νὰ μὴν τὴ δεῖ νὰ φεύ­γει, νὰ τὸν ἀ­φή­σει, ἐ­πι­τέ­λους, μό­νο.

       Ἐ­πέ­στρε­ψε με­τὰ ἀ­πὸ μιὰ ὥ­ρα. Τὸ σπί­τι ἦ­ταν ἄ­δει­ο· ὁ Παί­κτης Δί­σκων Συμ­πα­γῶν ἔ­παι­ζε ἀ­κό­μη τὸ Πρε­λού­διο στὸ ἀ­πο­με­σή­με­ρο ἑ­νὸς φαύ­νου. Πάν­τα στὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη τὸ ἔ­βα­ζε ἐ­κεῖ­νο τὸ κομ­μά­τι, κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἔ­κα­νε ἔ­ρω­τα. Ἐ­νί­σχυ­ε τὴν ἐλ­λει­πή του στύ­ση, τὴν ἔ­κα­νε πιὸ συμ­πα­γῆ. Ἔ­τσι νό­μι­ζε. Τώ­ρα, ὡ­στό­σο, πλη­σί­α­σε τὴ συ­σκευ­ὴ καί, μουρ­μου­ρί­ζον­τας, μὲ κά­ποι­α θλί­ψη, εἶ­ν’ ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ μὲ πιὸ πολ­λὴ ἀ­να­κού­φι­ση, «Πο­τέ – πο­τὲ πιὰ»(2), τὴν ἔ­κλει­σε.

 

Ση­μει­ώ­σεις τοῦ συγγραφέα:

(1) Πρό­κει­ται γιὰ τὸ ποί­η­μα «Συ­ζυ­γι­κὴ ζω­ή» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ Τὸ πε­ρι­βό­λι τῆς ἀ­γά­πης ἀ­γνώ­στου Ἄ­ρα­βα ποι­η­τῆ ποὺ ἔ­ζη­σε στὴ Γρα­νά­δα (Ἱ­σπα­νί­α) τὸν 10ο ἡ 11ο αἰ­ώ­να (ἐκδ. Ἠ­ρι­δα­νός, 1982, σελ. 79-80). Ἡ με­τά­φρα­ση (ἐ­δῶ ἐ­λα­φρῶς πει­ραγ­μέ­νη, ὥ­στε νὰ δέ­νει μὲ τὸν ρυθ­μὸ τοῦ δι­κοῦ μου κει­μέ­νου) ὀ­φεί­λε­ται στὸν Κώ­στα Τρι­κο­γλί­δη, με­τα­φρα­στῆ ἐ­πί­σης τοῦ μνη­μει­ώ­δους ἔρ­γου Χί­λι­ες καὶ μιὰ νύ­χτες.

(2) Τό­σο ὁ S­t­é­p­h­a­ne M­a­l­l­a­r­mé, ποὺ ἔ­γρα­ψε «Τὸ ἀ­πο­με­σή­με­ρο ἑ­νὸς φαύ­νου», ὅ­σο καὶ ὁ C­l­a­u­de D­e­b­u­s­sy, ποὺ συ­νέ­θε­σε τὸ συμ­φω­νι­κὸ ποί­η­μα Πρε­λού­διο στὸ ἀ­πο­με­σή­με­ρο ἑ­νὸς φαύ­νου, ἦ­σαν λά­τρεις τοῦ E­d­g­ar A­l­l­an P­oe· ὁ δεύ­τε­ρος, μά­λι­στα, μιὰ ζω­ὴ σχε­δί­α­ζε (τὸν πρό­λα­βε ὅ­μως ὁ θά­να­τος) νὰ συν­θέ­σει μιὰ ὄ­πε­ρα μὲ θέ­μα τὴν Πτώ­ση τοῦ σπι­τιοῦ τῶν Ἄ­σερ.

 

  

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἀρ­γύ­ρης Χι­ό­νης (Ἀ­θή­να, 1943). Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α, με­τά­φρα­ση. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Θρο­φα­ρὶ Κο­ριν­θί­ας. Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν ποι­η­μά­των του: Ἡ φω­νὴ τῆς σι­ω­πῆς. Ποι­ή­μα­τα 1966-2000 (Νε­φέ­λη, Ἀ­θή­να, 2006). Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Ὅ,τι πε­ρι­γρά­φω μὲ πε­ρι­γρά­φει. Ποί­η­ση δω­μα­τί­ου (Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2010).

 

Εἰκό­να: Ἀταί­ρια­στο ζευ­γά­ρι. Ἔργο τοῦ Lucas Cranach τοῦ Πρε­σβύ­τε­ρου (1472-1553).

 

%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: