Σπῦρος Θεριανός
Τὸ νοίκι
ΤΑΣΟΥ ἐδῶ», εἶπε ἡ πεθερά μου.
Σταμάτησα τ’ αὐτοκίνητο στὴν εἴσοδο τοῦ κοιμητηρίου. Ἡ πεθερά μου κατέβηκε ἀπ’ τ’ αὐτοκίνητο καὶ ἀκολούθησε τὸ μονοπάτι μέσα στὸ νεκροταφεῖο, ὥσπου δὲν μποροῦσα νὰ τὴ διακρίνω πιά. Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτὰ ἐπέστρεψε, κρατώντας ἕνα ματσάκι στὸ χέρι της. Ἦταν τὸ νοίκι ἀπ’ τὸ διαμέρισμα ποὺ νοίκιαζε στὴν Χαλκίδα. Τὸ εἰσέπραττε ἡ ἀδελφή της ἀπ’ τὴ νοικάρισσα καὶ γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν πεθερά μου τὸ ἄφηνε στὸν οἰκογενειακὸ τάφο, κλειδωμένο.
Ὁδήγησα τ’ αὐτοκίνητο στὴν παραλιακή.
Ἡ θάλασσα λαμπύριζε ἀπ’ τὸν ἔντονο αὐγουστιάτικο ἥλιο.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ τὰ νερὰ τοῦ Εὐρίπου ἀλλάζανε κατεύθυνση.
Τὰ νερὰ ἀποτραβιόνταν· μικρὲς ἀμμώδεις νησίδες ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους καὶ πάνω τους κάθονταν μικρὰ σμήνη γλάρων.
Ἄναψα τσιγάρο.
«Δὲν φοβᾶσαι μὴν στὸ κλέψει κάποιος, ποὺ θὰ παραφυλάξει;», ρώτησα τὴν πεθερά μου.
«Ἀποκλείεται. Τὸ κλειδὶ τοῦ τάφου τό ‘χουμε μόνο ἐγὼ κι ἡ ἀδελφή μου», ἀπάντησε σίγουρη.
Ἔστριψα στὸ χαλικόδρομο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ σπίτι.
Πάρκαρα τὸ αὐτοκίνητο κάτω ἀπ’ τὴν κορομηλιά, ποὺ ἦταν μέσα στὸ οἰκόπεδο, ἀλλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔριχνε τὸν ἴσκιο της στὸν δρόμο κι ἔσβησα τὴν μηχανή.
«Θὰ πλύνω τ’ αὐτοκίνητο», εἶπα στὴν πεθερά μου.
Θὰ τὸ ἑτοίμαζα γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ἀθήνα. Ἔβγαλα ἔξω τοὺς κουβάδες, τὰ σφουγγάρια καὶ τὶς σκόνες γιὰ τὸ πλύσιμο. Καθὼς ἔσκυψα νὰ βάλω τὸν κουβὰ κάτω ἀπ’ τὴν βρύση, ἔνιωσα μίαν ἀπότομη ζάλη. Ἔνιωσα τὸ χαλικόδρομο νὰ πυρώνεται. Τὰ σταφύλια νὰ σφύζουν ἀπὸ χυμοὺς μέσα στὴν λεπτὴ φλούδα τους. Τὰ μάτια μου ἔβλεπαν «μυγάκια». Ἡ Ἀσπρούλα —ἡ γατούλα ποὺ τριγύριζε μὲς στὴν αὐλή τους— τεντώθηκε ἀποχαυνωμένη καὶ ξεπόρτισε. Ἔριξα λίγο νερὸ στὸ κεφάλι μου.
Σκέφτηκα τὸ νοίκι. Αὐτὸ πού μοῦ ‘χαν τάξει τὰ πεθερικά μου, νὰ μοῦ τὸ δίνουν μετὰ τὸν γάμο μὲ τὴν κόρη τους, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸ ἔκαναν. Σκέφτηκα καὶ τὸ κλειδὶ τοῦ τάφου, τὰ γαρύφαλλα στὸ μαρμάρινο βάζο, τὸ ματσάκι μὲ τὰ χαρτονομίσματα στὰ χέρια τῆς πεθερᾶς μου, τὶς φωτογραφίες τῶν πεθαμένων δίπλα στὸ κουτὶ ποὺ ἔκρυβαν τὸ νοίκι. «Ἄσ’ το καλύτερα», ψιθύρισα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Ἀπὸ ὅσα προκρίθηκαν γιὰ τὸ τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι τοῦ περ. Πλανόδιον. Βλ. ἐδῶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφή 01-08-2010.
Σπῦρος Θεριανός (Ἀθήνα, 1972). Σπούδασε χειρισμὸ ἰατρικῶν μηχανημάτων. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἀθήνα ὡς αὐτοκινητιστής. Δημοσίευσε τὶς ποιητικὲς συλλογές: Τὸ εἰσόδημα στὸ Μόλυβο (α΄ ἔκδοση 1999, γ΄ ἔκδοση Πλανόδιον, 2010) καὶ Ντυμένος ἐπίσημα (Πλανόδιον, 2008). Μέλος τῆς συντακτικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ περιοδικοῦ Μανδραγόρας ἀπὸ τὸ 2005 ἕως τὸ 2007. Τακτικὸς συνεργάτης τοῦ περιοδικοῦ Πάροδος.
Εἰκόνα: Ἑρμούπολη Σύρου,Νεκροταφεῖο. Φωτογραφία: Ἡρὼ Νικοπούλου.
Filed under: Ελληνικά,Θάνατος,Θεριανός Σπύρος,Κοινωνικοί κώδικες,Οικογένεια,Ρεαλισμός | Tagged: Διήγημα,Σπύρος Θεριανός |