Κίμων Καλαμάρας
Οἱ ἀλεξιπτωτιστές
ΟΝ ΚΑΙΡΟ ΠΟΥ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ εἶχε σταματήσει, ἔβλεπες τοὺς ἀλεξιπτωτιστὲς λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ ἀεροδρόμιο, πίσω ἀπὸ τοὺς χλωμοὺς λόφους, σὲ ἕναν εἰδικὰ διαμορφωμένο χῶρο, νὰ προσγειώνονται πάνω σὲ κόκκινα σημάδια. Δὲν ὑπῆρχαν δέντρα σὲ ἀκτίνα χιλιομέτρων. Μόνο θαμνώδης βλάστηση ἐδῶ καὶ κεῖ. Καί, ἂν τοὺς κοίταζες ἀπὸ κοντά, μόνο τότε καταλάβαινες ὅτι πρόκειται γιὰ κάποια ἄσκηση καὶ ὅτι δὲν ὑπῆρχε πλέον λόγος ἀνησυχίας. Διέκρινες ἕνα ὁλόκληρο φάσμα ἀπὸ ἀνεξιχνίαστα χαμόγελα, ἐκεῖνα τὰ λίγα δευτερόλεπτα πρὶν ἀκουμπήσουν στὸ ἔδαφος καὶ ἀπαγκιστρωθοῦν ἀπὸ τοὺς περίπλοκους μηχανισμούς.
Μὲ μιὰ πιὸ προσεκτικὴ ματιά, δὲν ἤσουν σίγουρος ἂν αὐτὸ τὸ περίεργο μειδίαμα προερχόταν ἀπὸ τὴν ἀνακούφιση πὼς ἡ ἄσκηση τελείωνε. Γιατί, παρότι ἦταν ἁπλὰ μιὰ ἄσκηση ὁ κίνδυνος ἀτυχήματος ἦταν ἀρκετὰ μεγάλος. Ἢ γιὰ τὴν ἀκρίβεια, στὴν σπάνια περίπτωση ποὺ ὁ μηχανισμὸς δὲν λειτουργοῦσε, ἀκόμα καὶ ἡ περίοδος τῆς εἰρήνης ποὺ διανύαμε θὰ ἀποδεικνυόταν θανάσιμη. Ἐπιπλέον δὲν ἤσουν σίγουρος ἂν τὸ τελευταῖο αὐτὸ χαμόγελο δὲν ἦταν μιὰ κάποια στεναχώρια κεκαλυμμένη. Διότι ἀναμφισβήτητα τὸ νὰ εἶσαι ἀλεξιπτωτιστής, πέραν κάθε κινδύνου, εἶναι ἕνα ἐπάγγελμα ποὺ μπορεῖ νὰ σοῦ προσφέρει τρομερὲς συγκινήσεις, εἰδικὰ αὐτὲς τὶς ξέγνοιαστες μέρες. Ἴσως δηλαδὴ τὸ μειδίαμα ποὺ ἄφηνε μιὰ ὑποψία γλυκόπικρης γεύσης νὰ προερχόταν ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς ἡ πτήση τελείωνε μὲ τὸ ποὺ ἀκουμποῦσες τὸ πόδι σου πάνω στὸ κόκκινο σημάδι.
Ἂν πάρουμε ὑποθετικὰ τὴν δεύτερη αὐτὴ περίπτωση γιὰ ἀλήθεια, τότε ἴσως θὰ μπορούσαμε νὰ ἐξηγήσουμε τὴν ἄχαρη κίνηση ποὺ ἔκαναν ἔπειτα οἱ ἀλεξιπτωτιστές, καθὼς στηρίζονταν στὸ ἔδαφος καὶ ἀπαγκίστρωναν, μὲ μιὰ ἰδέα νοσταλγίας κοιτάζοντας ψηλά, τὸ ἀλεξίπτωτο ἀπὸ τοὺς ὤμους τους. Ὁ σκοπός τους εἶχε τελειώσει.
Τόσο ξαφνικὰ ὅπως ὅταν ἀντιλαμβάνεσαι λίγο μετὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία τὴν ψυχή σου ποὺ ἀπαγκιστρώνεται ἀπὸ τοὺς θλιμμένους σου ὤμους. Τότε ποὺ νιώθεις πὼς κάποιος σοῦ κόβει τὰ κοσμικὰ σχοινιὰ ποὺ σὲ συνέδεεαν μὲ ἕνα ἀόρατο ἀλεξίπτωτο. Ἀκουμπᾶς στὴν γῆ. Δὲν ξέρεις ἂν πρέπει νὰ χαίρεσαι. Εἶναι ἕνα αἴσθημα ἀνακούφισης ἢ κάτι γιὰ νὰ λυπᾶσαι; Κάτι ἀνάμεσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο συναισθήματα. Κάτι πίσω ἀπὸ αὐτά. Ἕνα μικρὸ πρωτόγνωρο ἄγχος καὶ μιὰ ἀπύθμενη ἀγωνία. Μιὰ ἀπορία. Δὲν μπορεῖς νὰ συναρμολογήσεις τὸ συναίσθημα οὔτε νὰ τὸ ὀνομάσεις. Μιὰ ἀπουσία προστασίας, ἴσως νὰ πλησιάζει σὲ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ νιώθεις. Μιὰ συναίσθηση κάποιας ἐλευθερίας ποὺ σὲ συνοδεύει ἀδιάκοπα σὰν μιὰ κατάρα γιά… ὅσο διαρκέσεις.
Χαμογελᾶς ἀμήχανα σὰν νὰ μὴν συνέβη αὐτὸ ποὺ ὑποπτεύεσαι. Μὰ σχεδὸν δὲν κατανοεῖς τί ἀκριβῶς ὑποπτεύθηκες.
Ἔτσι, πορεύεσαι, μαζεύοντας τὰ ὑφάσματα τῶν ψυχικῶν σου δυνάμεων. Περπατᾶς μόνος. Δὲν σὲ προφυλάσσει ἐπιτέλους κανείς. Ἴσως νὰ μὴν χρειάζεται καὶ κάποιος γιὰ νὰ τὸ κάνει, τώρα πιὰ ποὺ εἶσαι καὶ μὲ τὰ δυό σου πόδια πάνω στὴν γῆ.
Κάπως ἔτσι ἴσως νὰ νιώθουν καὶ οἱ ἀλεξιπτωτιστὲς καθὼς ἀκουμπᾶνε στὰ κόκκινα σημάδια, μαζεύοντας τὸν ἄχρηστο πλέον ἐξοπλισμό. Ἀλλὰ τὸ τελευταῖο τους μειδίαμα παραμένει ἀπροσπέλαστο στὴν νόησή σου, κάτι ποὺ ἀπαιτεῖ κουράγιο γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ τὸ προφέρεις.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Κίμων Καλαμάρας (Ἀθήνα, 1976). Σπούδασε σὲ Δημόσιο ΙΕΚ Λογιστικὰ καὶ τώρα σπουδάζει Ψυχολογία. Ἀσχολεῖται μὲ τὴν πεζογραφία καὶ τὴν ποίηση.
Filed under: Διδακτισμός,Ελληνικά,Ηλικίες,Καλαμάρας Κίμων,Μονόλογος,Ψυχή | Tagged: Διήγημα,Ελληνικά,Κίμων Καλαμάρας,Λογοτεχνία |