Ζιζὲλ Πράσινος (Gisèle Prassinos)
Ἡ γέννηση
(La naissance)
ΘΕΛΕ μιὰ μεγάλη νεκρὴ κούκλα γιὰ νὰ τὴν ἔχει στὴν ἀγκαλιά του καὶ νὰ τὴν πνίξει. Ἔνιωθε ἤδη πάνω του τὸ μεγάλο ἀσπόνδυλο βάρος ποὺ εἶχε νὰ κρατήσει. Καὶ σκεφτόμενος τὶς μακριὲς γαλακτώδεις γάμπες ποὺ θὰ κρέμονταν ἀξιοθρήνητα κάτω ἀπὸ τὶς δικές του, ἦταν ἀναγκασμένος νὰ καταπιεῖ τὸ σάλιο του πολὺ γρήγορα γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει τὸ λαιμό του νὰ ξεραθεῖ!
«Μὲ ξανθὰ μαλλιά, εἶπε, καὶ μεγάλα ἀνοιχτὰ μάτια… Θὰ τὴν πλένω μὲ τὴν ἄκρη τοῦ μαντηλιοῦ μου καί, κάθε πρωί, θὰ ἀνοίγω τὰ μεγάλα στραβὰ χέρια της γιὰ νὰ βάλω μέσα τους ἕνα καρύδι. Τότε θὰ μεγαλώνει τὸ δίχως ἄλλο ἀκόμη περισσότερο, θὰ γίνεται ἀκόμη πιὸ πλαστικὴ καὶ θὰ μπορῶ νὰ τὴν πνίξω πιὸ εὔκολα!
Ὅταν θὰ πιέζω μὲ τὰ δυό μου χέρια τὰ γεμάτα της μάγουλα, ἕνα ὑπόλευκο ὑγρὸ θὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα της. Χοντρὲς κόκκινες φυσαλίδες θὰ γλιστροῦν ἔξω ἀπὸ τὴ μύτη της ποὺ θὰ γίνεται ἀδύνατη. Τότε θὰ τὴν ἀγκαλιάσω πολὺ δυνατά, μέχρι νὰ ἀφανίσω τὰ μπλὲ μάτια της, μέχρι νὰ τοὺς δώσω δική μου ζωή.»
Σκεφτόταν τὴν κούκλα καὶ τὰ μάτια του εἶχαν καρφωθεῖ μακριά, λὲς καὶ τὴν ἔβλεπε νὰ ἔρχεται.
Πράγματι, μιὰ ἄσπρη γραμμὴ κυμάτιζε στὸν οὐρανό, χανόταν ἀνὰ διαστήματα μέσα στὰ δένδρα, ἔπειτα ἐμφανιζόταν πάλι…
Χωρὶς νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὴν καρέκλα, ἅπλωσε ἀπελπισμένα τὰ χέρια του γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ πλάσιμό της καὶ νὰ τὴν ἔχει κοντά του πιὸ γρήγορα γιατί κρύωνε. Κάθε φορὰ ὅμως ποὺ τὰ καταπονημένα του δάχτυλα ἀκουμποῦσαν τὸ παράθυρο, ἡ ἄσπρη γραμμὴ πήγαινε ὅλο καὶ πιὸ μακριά.
Ἔβλεπες νὰ σχηματίζεται σιγὰ-σιγὰ ἕνα γυναικεῖο σῶμα, μὲ μακριὰ μαλλιὰ ποὺ ξετυλίγονταν κάθε τόσο.
Ἦταν ὅμως ὑπερβολικὰ ἀτελὲς ἀκόμη, ἀλλὰ ἐκεῖνος, παρὰ τὴν ἀφανιστικὴ ἐπιθυμία του, ἦταν ἐκεῖ καὶ περίμενε.
Σύντομα, ἡ μορφὴ ἄρχισε νὰ πετάει πιὸ γρήγορα, νὰ ὁλοκληρώνεται μὲ μεγαλύτερη ἔνταση…
Ὁ ἄντρας ἔνιωσε μιὰ μικρὴ παρηγορητικὴ ζέστη νὰ τὸν πλησιάζει καί, ἀμέσως μετά, ἕνα δέμα, ποὺ κινοῦνταν γρήγορα, νὰ πέφτει μὲ δύναμη πάνω στὸ στῆθος του.
Τότε, τὸ ἅρπαξε μὲ τὰ ἀδηφάγα χέρια του καὶ ἄρχισε νὰ τὸ καταστρέφει.
1935
Πηγή: Gisèle Prassinos, «La naissance» στὸ Les mots endormis, Flammarion, Paris, 1967, pp. 17-18.
Gisèle Prassinos (Κωνσταντινούπολη, 1920), ποιήτρια καὶ συγγραφέας μυθιστορημάτων καὶ διηγημάτων ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Ὁ πατέρας της διηύθυνε τὸ περιοδικὸ Λόγος στὴν Κωνσταντινούπολη ἐνῶ ὁ ἄντρας της, ὁ Πέτρος Φρυδᾶς μετέφρασε στὰ γαλλικὰ Καζαντζάκη. Τὴν ἀνακάλυψε ὁ Ἀντρὲ Μπρετὸν τὸ 1935 καὶ τὴν ἀποκάλεσε παιδί-θαῦμα. Τὸ πρῶτο της ἔργο ἡ Ἀρθριτικὴ Ἀκρίδα δημοσιεύτηκε τὸ 1935 καὶ ἐνθουσίασε τὴν ὁμάδα τῶν Σουρεαλιστῶν. Ὁ Μπρετὸν στὴν Ἀνθολογία τοῦ μαύρου χιοῦμορ ἔγραψε γιὰ τὴν Πράσινος πὼς «ὅλοι οἱ ποιητὲς τὴ ζηλεύουν».
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά:
Μαρία Σπυριδοπούλου (Ἀθήνα, 1961). Σπούδασε γαλλικὴ καὶ ἰταλικὴ φιλολογία. Διδάσκει στὸ Τμῆμα Θεατρικῶν Σπουδῶν τοῦ Παν/μίου Πελοποννήσου στὸ Ναύπλιο. Ἔχει μεταφράσει μεταξὺ τῶν ἄλλων τὸ 2006 τὴ Σουλτάνα σκιά, τῆς Ἀσσιᾶ Τζεμπάρ, ἐνῶ ἡ πρώτη της μετάφραση εἶναι Ἡ σειρήνα καὶ τὰ ἄλλα διηγήματα τοῦ Τομάζι ντὶ Λαμπεντούζα (1993) καὶ ἡ τελευταία, Ἕνα σύντομο αἰσθηματικὸ ταξίδι τοῦ Ἴταλο Σβέβο (2007).
Βλ. ἀκόμη ἐδῶ , Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὲς 09-04-2010 καὶ 12-04-2010 [φωτογραφικά τεκμήρια γιὰ τὴν Πράσινος ἀπὸ τὸν ζωγράφο Δημήτρη Γέρο).
Filed under: Γαλλικά,Ερωτας,Σπυριδοπούλου Μαρία,Φανταστικό,Prassinos Gisele | Tagged: Gisele Prassinos,Γαλλικό διήγημα,Λογοτεχνία |