Ζιζὲλ Πράσινος (Gisèle Prassinos)
Δὲν εἶμαι πιὰ μόνος
(Je ne suis plus seul)
ΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΙΑ μόνος. Τώρα ἔχω κάποιον. Περίμενα καιρό.
Ποτὲ δὲν ἔψαξα ἢ μᾶλλον ναί, γιατί γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια πάντα ἐπιθυμοῦσα μιὰ συντροφιά. Ἀλλὰ δὲν ἤξερα πῶς νὰ φερθῶ γιὰ νὰ τὴν καλέσω. Μὲ τί; Τί εἴδους χειρονομίες; Τί λόγια; Ἐνίοτε, ἔχοντας κάνει μιὰ βιαστικὴ ἐπιλογή, πήγαινα πρὸς τὸν πιθανὸ φίλο, συνεπαρμένος, γεμάτος λέξεις καὶ χάδια, ἀλλὰ τρέμοντας τόσο ἀπὸ τὴ συγκίνηση ποὺ χανόμουν στὸ δρόμο. Καὶ βεβαίως, ὅταν ἐπιτέλους ἔφτανα, ἡ θέση εἶχε καταληφθεῖ ἢ ὁ ἄνθρωπος εἶχε φύγει.
Τώρα, ὑπάρχει ἕνα ζωντανὸ ὂν σπίτι μου. Κατοικεῖ στὸ πιὸ ψηλὸ ράφι ἑνὸς ντουλαπιοῦ. Ἀγνοῶ γιατί καὶ πῶς βρέθηκε ἐκεῖ.
Μιὰ νύχτα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσα νὰ κοιμηθῶ καὶ τὸ ρεῦμα εἶχε κοπεῖ, ἀποφάσισα νὰ ψάξω ἕνα κερὶ ποὺ εἶχα βάλει ἀκριβῶς ἐκεῖ, στὸ πάνω ράφι ἑνὸς ντουλαπιοῦ. Μὲς στὸ σκοτάδι, ψηλάφισα καὶ ἔνιωσα μιὰ ζεστὴ σάρκα, ξαπλωμένη ἐκεῖ, σὲ ὅλο της τὸ μῆκος. Ἔπειτα ἕνα χέρι γάντζωσε τὸ δικό μου, τὸ ἕσφιξε, τὸ ὁδήγησε ἀλλοῦ. Πρέπει νὰ ἦταν ἕνα στόμα γιατί μὲ δάγκωσε ἐλαφρά. Τότε τοῦ πῆγα γάλα καὶ τὸ πράγμα τὸ ἤπιε βγάζοντας μικρὲς κραυγὲς ἐνθουσιασμοῦ. Αὐτὸ μόνο.
Δὲ βγαίνει ποτὲ ἀπὸ τὴ φωλιά του, δὲ ζητάει ποτὲ τίποτα, ἀλλὰ μπορῶ νὰ ὑπολογίσω τώρα, χάρη στὰ φαφούτικα οὖλα του, τὴν εὐχαρίστηση ποὺ τοῦ δίνουν οἱ ἐπισκέψεις καὶ ὁ ἦχος τῆς φωνῆς μου.
Ἀπὸ τότε ποὺ συνέβη αὐτό, βιάζομαι νὰ ἐπιστρέψω στὸ σπίτι μετὰ τὰ ψώνια γιὰ τὸ βραδινό. Φέρνω κι ἕνα ματσάκι μὲ λουλούδια ἢ ἕνα γλυκό. Δὲν ξέρω ὅμως ἂν μὲ καταλαβαίνει ὅταν ἀφηγοῦμαι τὴ μέρα μου, κάνοντας χειρονομίες ὄρθιος μπροστὰ στὸ ἀνοιχτὸ ντουλάπι, ἕνα ντουλάπι τόσο βαθὺ καὶ τόσο ψηλὸ ποὺ δὲν μπαίνει κανένα φῶς.
Πηγή: Gisèle Prassinos, «Je ne suis plus seul» στὸ Mon coeur les ecoute, Liasse a l’Imprimerie Quotidienne, Paris, 1982 (ouvrage publie avec le concours du Centre Nationale des Lettres), pp. 44-45.
Gisele Prassinos (Κωνσταντινούπολη, 1920). Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ποιήτρια καὶ συγγραφέας μυθιστορημάτων καὶ διηγημάτων. Ὁ πατέρας της διηύθυνε τὸ περιοδικὸ Λόγος στὴν Κωνσταντινούπολη ἐνῶ ὁ ἄντρας της, ὁ Πέτρος Φρυδᾶς, μετέφρασε στὰ γαλλικὰ Καζαντζάκη. Τὴν ἀνακάλυψε ὁ Ἀντρὲ Μπρετὸν τὸ 1935 καὶ τὴν ἀποκάλεσε παιδί-θαῦμα. Τὸ πρῶτο της ἔργο ἡ Ἀρθριτικὴ Ἀκρίδα δημοσιεύτηκε τὸ 1935 καὶ ἐνθουσίασε τὴν ὁμάδα τῶν Σουρεαλιστῶν. Ὁ Μπρετὸν στὴν Ἀνθολογία τοῦ μαύρου χιοῦμορ ἔγραψε γιὰ τὴν Πράσινος πὼς «ὅλοι οἱ ποιητὲς τὴ ζηλεύουν».
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά:
Μαρία Σπυριδοπούλου (Ἀθήνα, 1961). Σπούδασε γαλλικὴ καὶ ἰταλικὴ φιλολογία. Διδάσκει στὸ Τμῆμα Θεατρικῶν Σπουδῶν τοῦ Πάν/μίου Πελοποννήσου στὸ Ναύπλιο. Ἔχει μεταφράσει μεταξὺ τῶν ἄλλων τὸ 2006 τὴ Σουλτάνα σκιά, τῆς Ἀσσιὰ Τζεμπάρ, ἐνῶ ἡ πρώτη της μετάφραση εἶναι Ἡ σειρήνα καὶ τὰ ἄλλα διηγήματα τοῦ Τομάζι ντὶ Λαμπεντούζα (1993). Τελευταία, Ἕνα σύντομο αἰσθηματικὸ ταξίδι τοῦ Ἴταλο Σβέβο (2007).
Φωτογραφία: Ἡ δεκατετράχρονη Ζιζὲλ Πράσινος διαβάζει ποιήματά της στοὺς ὑπερρεαλιστές. Καθιστὸς, πρῶτος ἀπὸ ἀριστερά, ὁ Ἀντρὲ Μπρετόν. Φωτογραφία τοῦ Μὰν Ραίη (1934).
Βλ. ἀκόμη ἐδῶ , Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὲς 09-04-2010 καὶ 12-04-2010 [φωτογραφικά τεκμήρια γιὰ τὴν Πράσινος ἀπὸ τὸν ζωγράφο Δημήτρη Γέρο).
Filed under: Γαλλικά,Μοναξιά,Σπυριδοπούλου Μαρία,Φανταστικό,Prassinos Gisele | Tagged: Gisele Prassinos,Γαλλικό διήγημα,Λογοτεχνία,Μαρία Σπυριδοπούλου |