Τὸμ Γουόλεν (Tom Whalen): Ἡ Ἐπίσκεψη τῶν Θεῶν

 

Whalen,Tom-IEpiskepsiTonTheon-Eikona-01

 

Τὸμ Γουόλεν (Tom Whalen)

 

Ἐπίσκεψη τῶν Θεῶν

(The Visitation)

 

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ για­τί ἦρ­θαν ἢ ἀ­πὸ ποῦ. Οὔ­τε κὰν ὁ δή­μαρ­χος.

       Ξέ­ρεις ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι; τὸν ρω­τᾶ­με.

       Ὄ­χι, μᾶς ἀ­παν­τᾶ, ἀλ­λὰ τὸ ψά­χνει τὸ λη­ξι­αρ­χεῖ­ο.

 

       Σή­με­ρα οἱ θε­ό­τη­τες (μᾶς εἶ­παν ὅ­τι εἶ­ναι θε­οί) ἔ­κα­ναν στά­χτη τὸ φαρ­μα­κεῖ­ο τοῦ Ντου­ράν­γκο.

 

       Ἀ­κού­ω κά­τι νὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ στὴ στέ­γη, βγαί­νω ξυ­πό­λυ­τος ἔ­ξω στὸ γκα­ζὸν καὶ ρί­χνω τὸ φῶς τοῦ φα­κοῦ μου στὴν ἀ­να­το­λι­κὴ κο­ρυ­φή. Τρεῖς ἀπ’ αὐ­τούς, κα­θι­σμέ­νοι στὶς φτέρ­νες τους, ξη­λώ­νουν κε­ρα­μί­δια καὶ τὰ πε­τᾶ­νε στὶς αὐ­λὲς τῶν γει­τό­νων.

       Στα­μα­τῆ­στε! φω­νά­ζω.

       Γυ­ρί­ζουν ρά­θυ­μα τὰ κε­φά­λια τους πρὸς τὸ μέ­ρος μου, μὲ κοι­τά­ζουν γιὰ ἕ­να λε­πτὸ ἢ καὶ πα­ρα­πά­νω καὶ μοῦ πε­τᾶ­νε τρί­α κε­ρα­μί­δια στὸ κε­φά­λι.

       Σκύ­βω καὶ τὰ ἀ­πο­φεύ­γω, γυ­ρί­ζω μπου­σου­λι­στὰ μέ­σα στὸ σπί­τι καὶ φτιά­χνω τσά­ι.

 

       Στα­μά­τη­σα ἕ­ναν ἀ­π’ αὐ­τοὺς στὸ δρό­μο.

       Συγ­γνώ­μη, τοῦ εἶ­πα, μπο­ρεῖς νὰ μοῦ πεῖς για­τί κο­πα­νοῦ­σες μὲ τὸ λο­στὸ ἐ­κεί­νη τὴ Σε­βρο­λέτ;

       Ἐ­πει­δὴ ἔ­τσι μοῦ ἄ­ρε­σε, μοῦ ἀ­πάν­τη­σε καὶ συ­νέ­χι­σε τὸ δρό­μο του.

 

       Ἡ ἐμ­φά­νι­σή τους; Μά­τια ποὺ χρυ­σί­ζουν. Πέν­τε δά­χτυ­λα σὲ κά­θε χέ­ρι, πιὸ χον­τρὰ ἀ­π’ τὰ δι­κά μας. Χα­λα­σμέ­να δόν­τια. Μέ­σο ὕ­ψος: 1,65. Γε­νι­κὴ δι­α­γω­γή: ἐ­πί­μεμ­πτη.

 

       Πῶς γί­να­τε θε­οί; τοὺς ρω­τᾶ­με.

       Ἦ­ταν οἱ γο­νεῖς μας, ἀ­παν­τοῦν.

 

       Ὁ κα­θέ­νας μας ἔ­χει κι ἀ­πὸ μιὰ θε­ω­ρί­α. Κά­ποι­οι λέ­νε πὼς μᾶς ἔ­χουν κα­τα­ρα­στεῖ ἀ­δί­κως, ἄλ­λοι πὼς μᾶς ἔ­χουν κα­τα­ρα­στεῖ δι­καί­ως, ἄλ­λοι πι­στεύ­ουν ὅ­τι εἶ­ναι μιὰ εὐ­λο­γί­α μὲ τὴ μορ­φὴ κα­τά­ρας. Ἡ κυ­ρί­α Σέ­παλ μοῦ εἶ­πε τὴ δι­κή της ἄ­πο­ψη.

       Πι­στεύ­ω πὼς οἱ συγ­κρί­σεις εἶ­ναι ἀ­πο­κρου­στι­κές, εἶ­πε, καὶ πὼς ὁ ἐ­που­ρά­νιος πα­τέ­ρας εἶ­ναι φάν­τα­σμα. Πι­στεύ­ω σὲ μί­α καὶ μο­να­δι­κὴ ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη λέ­ξη καὶ σὲ τί­πο­τε ἄλ­λο. Πι­στεύ­ω πὼς οἱ προ­θέ­σεις εἶ­ναι φω­τι­ὲς ποὺ φεγ­γο­βο­λοῦν, ὅ­τι τὰ πλά­σμα­τα τῆς νω­θρό­τη­τας εἶ­ναι οἱ λοῦ­στροι τοῦ ἥ­λιου, ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ ἐ­να­τέ­νι­ση δού­λου καὶ ἀ­φέν­τη ἔ­χει βυ­θι­στεῖ σὲ μιὰ προ­σω­ρι­νὴ λι­πο­θυ­μί­α. Στα­μά­τη­σε, καὶ κα­τέ­λη­ξε μὲ μιὰ κραυ­γή, πι­στεύ­ω στὸν ἀ­έ­να­ο ἐρ­χο­μὸ τοῦ Νυμ­φί­ου!

      Οἱ θε­ό­τη­τες ὁρ­μοῦν κα­τα­πά­νω της κα­τὰ κύ­μα­τα.

 

       Συγ­κα­λοῦ­με γε­νι­κὴ συ­νέ­λευ­ση τῶν κα­τοί­κων, ἀλ­λὰ οἱ ὀρ­γί­λες θε­ό­τη­τες προ­σέρ­χον­ται σὰν σύ­νο­λο πνευ­στῶν καὶ κα­τα­πνί­γουν τὶς λέ­ξεις μας μὲ στριγ­κοὺς ἤ­χους.

 

       Σκαρ­φα­λώ­νω στὸν τροῦ­λο τοῦ Δη­μαρ­χεί­ου καὶ οὐρ­λιά­ζω ἀ­κα­τά­λη­πτες συλ­λα­βὲς πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό. Με­τὰ ἀ­πὸ κα­μιὰ ὥ­ρα, κα­τε­βαί­νω καὶ γυ­ρί­ζω σπί­τι. Μπαί­νον­τας στὴν κου­ζί­να, βλέ­πω τέσ­σε­ρις ἀ­π’ αὐ­τοὺς κα­θι­σμέ­νους γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νο μου ψυ­γεῖ­ο, νὰ τρῶ­νε τὰ ἀ­πο­μει­νά­ρια.

 

       Πη­γαί­νου­με στὸν πα­πὰ τῆς ἐ­νο­ρί­ας καὶ ζη­τᾶ­με τὴ συμ­βου­λή του.

       Δο­κι­μά­σα­τε νὰ τοὺς λο­γι­κέ­ψε­τε; μᾶς ρω­τά­ει.

       Τὸν δέ­νου­με μὲ τὶς ζῶ­νες μας σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα καὶ τοὺς τὸν πα­ρα­δί­νου­με.

 

       Ἡ ζω­ὴ στὸ χω­ριό μας συ­νε­χί­ζε­ται.

 

       Μπαί­νουν στὸ μα­γα­ζί μου, τρεῖς ἀ­π’ αὐ­τούς, ντυ­μέ­νοι μὲ σκοῦ­ρα σταυ­ρω­τὰ κο­στού­μια καὶ γυ­α­λι­στε­ρὰ με­λόν. Ἤρ­θα­με γιὰ πλι­ά­τσι­κο, μοῦ λέ­νε.

       Μά­λι­στα, ἀ­παν­τῶ.

       Κα­μιὰ ἀν­τίρ­ρη­ση; μὲ ρω­τοῦν.

       Κά­ποι­α ἀ­π’ αὐ­τὰ τὰ σπά­νια βι­βλί­α τὰ ἔ­χω ἐ­δῶ καὶ χρό­νια, τοὺς λέω.

       Τό­σο τὸ κα­λύ­τε­ρο.

       Κοι­τά­ζω ὁ­λό­γυ­ρα κα­θὼς ἀ­να­λαμ­βά­νουν δρά­ση, ἀλ­λὰ τὰ μά­τια μου ἀρ­νοῦν­ται νὰ ἑ­στιά­σουν, ὅ­λα μου τὰ βι­βλί­α καὶ τὰ ἀν­τι­κεί­με­να ἕ­να θαμ­πὸ συ­νον­θύ­λευ­μα.

       Σοῦ ἄ­ξι­ζε, μοῦ λέ­νε, σκου­πί­ζον­τας τὴ σκό­νη ἀ­π’ τὸ πέ­το τους μὲ τὴ ρά­χη τῶν λευ­κῶν χε­ρι­ῶν τους. Καὶ τώ­ρα, εὐ­χα­ρί­στη­σέ μας.

       Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ.

       Πα­ρα­κα­λοῦ­με, καὶ κα­λη­μέ­ρα.

       Κα­λη­μέ­ρα σας, ἀ­πο­κρί­νο­μαι.

       Ἀ­να­ση­κώ­νουν τὰ κα­πέ­λα τους καὶ βγαί­νουν ὁ ἕ­νας πί­σω ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο.

       Κά­ποι­ο πρω­ὶ ἐ­πι­κρα­τεῖ παν­τοῦ ἡ­συ­χί­α. Βγαί­νου­με δι­στα­κτι­κὰ ἀ­π’ τὰ σπί­τια μας. Μὰ ποῦ πῆ­γαν;

       Ἀ­να­λή­φθη­καν στοὺς οὐ­ρα­νούς;

       Σω­ρι­α­ζό­μα­στε στὰ γό­να­τα πά­νω στὸ πε­ζο­δρό­μιο, χα­μο­γε­λᾶ­με ἠ­λί­θια ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο, ἀρ­χί­ζου­με νὰ ξε­ρι­ζώ­νου­με ὁ ἕ­νας τὰ μαλ­λιὰ τοῦ ἄλ­λου.

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es, Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986.

 

Τὸμ Γουόλεν (Tom Whalen) (1948). Ἔ­χει δι­δα­κτο­ρι­κὸ ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Φρά­ιμ­πουρκ τῆς Γερ­μα­νί­ας. Εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας πολ­λῶν δι­η­γη­μά­των, μυ­θι­στο­ρη­μά­των, ποι­η­τι­κῶν συλ­λο­γῶν, κρι­τι­κῶν, ἄρ­θρων καὶ δο­κι­μί­ων, ἀ­κό­μα καὶ σε­να­ρί­ων. Ἔ­χει βρα­βευ­τεῖ ἀρ­κε­τὲς φο­ρὲς γιὰ τὸ ἔρ­γο του. (Ἱστοσελίδα: http://tomwhalen.com/)

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Εἰ­ρή­νη Τσαγ­κα­ρά­κη (1984). Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τη τοῦ τμή­μα­τος Ξέ­νων Γλωσ­σῶν, Με­τά­φρα­σης καὶ Δι­ερ­μη­νεί­ας τοῦ Ἰ­ο­νί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Ἐ­δῶ καὶ δύο χρό­νια δου­λεύ­ει ἐ­σω­τε­ρι­κὴ σὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες, ἐ­νῶ συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ γρα­φεῖ­α τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ καὶ μὲ ἕ­ναν ἐκ­δο­τι­κὸ οἶ­κο.