Θάνος Ξηρός: Ὁ κλαριτζής

 

 

Θάνος Ξηρός

 

Ὁ κλαριτζής

 

ΑΠΑΣ τό­τε ἐ­κεῖ σὲ μᾶς δὲν ὕ­παρ­χε. Ὅ­λες τὶς ἐκ­κλη­σι­ὲς τσ’ ἔ­κλει­σε ὁ Ἐμ­βέ­ρης ἀ­π’ ὅ­ταν ἦρ­θε. Πρι­χοῦ τὸν Ἐμ­βέ­ρη εἴ­χα­με κι ἐκ­κλη­σι­ὲς καὶ καμ­πά­νες ἐ­κρού­γα­νε, κι αὐ­γὰ κόκ­κι­να βά­φα­με τὴ Λαμ­πρή. Μὲ τὸ ποὺ ἦρ­θε πᾶνε ὅ­λα. Ἅ­μα σὲ πι­ά­να­νε, πά­γαι­νες φυ­λα­κή. Ἕ­νας ποὺ τὸν ἔ­βα­λαν νὰ γκρε­μί­σει μιὰ ἐκ­κλη­σιὰ σ’ ἕ­να χω­ριὸ πα­ρα­δί­πλα ἀ­πό μᾶς, ψυ­χό­πα­θε, τὸν πῆ­γαν στὸ τρε­λά­δι­κο, χρι­στια­νὸς ἦ­ταν, πῶς νὰ τ’ ἀν­τέ­ξει; Ποῦ νὰ λει­τουρ­γη­θοῦ­με; Μὲ τὸν και­ρὸ ξε­χά­σα­με καὶ πῶς σταυ­ρο­κο­πι­οῦν­ται.

       Μὴν σὲ πα­ρα­ξε­νεύ­ει αὐ­τό. Μὲ τὸν και­ρὸ ὅ­λα τὰ ξε­χνά­ει ὁ ἄν­θρω­πος. Κι ἐ­μᾶς ἐ­κεῖ μέ­σα ποὺ μᾶς εἶ­χαν κλει­σμέ­νους τό­σα χρό­νια, ἀ­λάρ­γα ἀπ΄ τὸν ἄλ­λο κό­σμο, ὅ­,τι μᾶς λέ­γαν τὸ πι­στεύ­α­με. Σά­μα­τις εἴ­χα­με δεῖ πῶς περ­νᾶ­νε οἱ ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι; Τί γί­νε­ται πα­ρό­ξω; Τοῦ­το μᾶς ἔ­λε­γε ὁ Ἐμ­βέ­ρης, τοῦ­το λέ­γα­με. Ἀλ­λὰ κι ὁ Μπε­ρί­σας κι ὁ Φα­τό­σης κι αὐ­τοί, ἴ­διοι καὶ χει­ρό­τε­ροι ἤ­τα­νε. Καὶ φά­γα­νε πε­ρισ­σό­τε­ρα. Κι ἄ­σε τὶ λέ­νε.

      Με­τὰ ποὺ ἔ­πε­σε ὁ Κουμ­μου­νι­σμὸς κι ἦρ­θαν τοῦ­τοι, ἄρ­χι­σαν κι οἱ χρι­στια­νοὶ ἀ­νά­ρια-ἀ­νά­ρια νὰ ξα­να­νοί­γουν τὶς ἐκ­κλη­σί­ες. Τό­τε ἦ­ταν πού ‘καμαν καὶ τὴ συμ­φω­νί­α μὲ τοὺς Ἕλ­λη­νες νὰ τοὺς ἀ­φή­κουν νὰ ‘ρθοῦν νὰ πά­ρουν τὰ κό­κα­λα τῶν σκο­τω­μέ­νων τους στὸν πό­λε­μο μὲ τοὺς Ἰ­τα­λοὺς στὸ Ἀλ­βα­νι­κό. Γέ­μι­σε τό­τε ὁ τό­πος ἀ­πὸ Ἕλ­λη­νες πού ‘ρθαν νὰ πά­ρουν τὰ κό­κα­λα —ἄ­θα­φτα τό­σα χρό­νια— μέ­σα σὲ κά­τι κου­τιά, μὲς στὴ σκό­νη τό­σα χρό­νια καὶ τσὶ ‘­γρα­σί­ες, πε­τα­μέ­να σὲ κά­τι ἀ­πο­θῆ­κες, νὰ τὰ πᾶ­νε πί­σω, νὰ θα­φτεῖ στὸν τό­πο του ὁ κα­θέ­νας, νὰ βροῦν ἀ­νά­παυ­ση καὶ οἱ ψυ­χές.

      Πῶς νὰ τὰ πά­ρουν ὅ­μως καὶ νὰ τὰ πᾶ­νε τό­σες ὧ­ρες μα­κριὰ καὶ κά­ποι­οι καὶ μέ­ρες, ἀ­δι­ά­βα­στα κι ἀ­λει­τούρ­γη­τα; Τί ἤ­τα­νε; Σα­κιὰ ἀ­ρα­πο­σί­τι ἤ­τα­νε νὰ τὰ φορ­τώ­σουν γιὰ τὸ μύ­λο; Ἀ­πά­νω κεῖ δί­νουν φα­νέ­σι­μο δυ­ὸ γε­ρα­λέ­οι, ἄ­ξου­ροι, ντυ­μέ­νοι μὲ κά­τι πα­λι­ο­ρά­σα τριμ­μέ­να, τρύ­πια κα­λυμ­μαύ­χια κι ἕ­να χον­τρὸ βαγ­γέ­λιο λι­ω­μέ­νο στὸ χέ­ρι, ποι­ὸς ξέ­ρει ἀ­πὸ ποῦ βγαλ­μέ­να.

      «Εἴ­μα­στε πα­πά­δες πα­λιά, μᾶς κα­τάρ­γη­σε ὁ Ἐμ­βέ­ρης, κι ἤρ­θα­με νὰ τοὺς δι­α­βά­σου­με» λέ­νε καὶ πιά­νουν νὰ δι­α­βά­σουν. Τί νὰ δι­α­βά­σουν; Ὅ­λα μι­σὰ τὰ λέ­γα­νε, τσά­τρα-πά­τρα τὰ πη­γαί­να­νε, οὔ­τε νὰ σταυ­ρο­κο­πη­θοῦ­νε δὲν ξέ­ρα­νε. Ποι­ὸς ξέ­ρει ποῦ βρή­κα­νε τὰ ρά­σα καὶ τὰ βά­λα­νε μό­λις μυ­ρί­στη­καν πα­ρά­δες. Φά­νη­κε πὼς δὲν γι­νό­τα­νε δου­λειὰ μ’ αὐ­τοὺς καὶ τοὺς διώ­ξα­νε.

      Ἔρ­χον­ται ὕ­στε­ρις τρεῖς γρι­ὲς ντυ­μέ­νες στὰ μαῦ­ρα, μοι­ρο­λο­γί­στρες τά­χα μου, νὰ τοὺς μοι­ρο­λο­γή­σου­νε, νὰ μὴ φύ­γουν ἔ­τσι. Ἀρ­χί­ζουν αὐ­τές, τί­πο­τα, γρὺ ἑλ­λη­νι­κά. Ἀ­κοῦ­νε τὰ μοι­ρο­λό­για στ’ ἀλ­βα­νι­κὰ οἱ Ἕλ­λη­νες, τρο­μά­ξα­νε, ἄν­τε φευ­γᾶ­τε λέ­νε, τὶς δι­ώ­χνουν κι αὐ­τές.

      Καὶ τό­τες κα­τὰ τὸ σού­ρου­πο ἦρ­θε κεῖ­νος ὁ κλα­ριτ­ζής, ὁ Λα­βὲρ Μπα­ρί­ου ὁ ξα­κου­στός, ποὺ ὁ τό­πος του ἔ­πε­φτε μα­κριὰ πέ­ρα ἀ­π’ τὴ Σκό­δρα, ἀλ­λὰ τὸν ἤ­ξε­ραν ὁ­λοῦ­θε στὴν Ἀλ­βα­νί­α.

      Ἀ­πὸ κά­ποι­ον θὰ τό ‘­μα­θε κι’ ἦρ­θε.

      Ἔ­κα­τσε πα­ρα­δί­πλα σταυ­ρο­πό­δι, ἀ­κούμ­πη­σε τὴν πλά­τη σὲ μιὰ πε­ζού­λα κι ἄρ­χι­σε ἕ­να μοι­ρο­λό­ι μὲ τὸ κλα­ρί­νο νὰ σοῦ ση­κώ­νε­ται ἡ τρί­χα. Τρί­α με­ρό­νυ­χτα ἔ­παι­ζε χω­ρὶς νὰ πά­ρει ἀ­νά­σα κι ἄς κόν­τευ­ε τὰ ὀ­γδόν­τα. Οὔ­τε πρὸς νε­ροῦ του δὲν προ­λά­βαι­νε νὰ πά­ει. Ρα­γί­σα­νε κι οἱ πέ­τρες μὲ τέ­τοι­ο κλα­ρί­νο. Ὅ­λα τὰ κου­τιὰ μὲ τὰ κό­κα­λα τῶν σκο­τω­μέ­νων ἀ­πὸ μπρο­στά του τὰ πε­ρά­σα­νε. Οὔ­τε ξέ­ρω πό­σα λε­φτὰ μά­ζε­ψε. Ὅ­λων τὰ μά­τια ἦ­ταν δα­κρυ­σμέ­να στὰ πρό­σω­πα τῶν Ἑλ­λή­νων μιὰ γλύ­κα εἶ­χε χυ­θεῖ. Οὔ­τε πα­πὰ συλ­λεί­τουρ­γο, οὔ­τε ἄλ­λες ψαλ­μου­δι­ὲς ἔ­βγαι­ναν μπρο­στὰ σὲ τέ­τοι­ο θρῆ­νο. Καὶ κα­νέ­νας δὲν ἔ­δει­ξε νὰ νοι­ά­στη­κε ἂν ἦ­ταν Ἕλ­λη­νας ἢ Ἀρ­βα­νί­της, Χρι­στια­νὸς ἢ Μου­σουλ­μά­νος ὁ κλα­ριτ­ζής.

      Ἀ­φοῦ ὅ­που γῆς τὴν ἴ­δια πα­τρί­δα ἔ­χει ὁ πό­νος: Τ’ ἀν­θρώ­που τὴν καρ­διά.

 

 

 Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Θά­νος Ξη­ρός (Γκρέ­κα Αἰγια­λεί­ας, 1943). Πε­ζο­γρα­φί­α, Ποί­η­ση Θέ­ατρο. Σπού­δα­σε Οἰκο­νο­μικὰ στὴν Α.Σ.Ο.Ε.Ε, Ἱστο­ρί­α στὴν Φι­λο­σο­φικὴ Ἀθηνῶν καὶ Σκη­νο­θε­σί­α Κι­νη­μα­το­γρά­φου στὴ σχο­λή Σταυ­ρά­κου. Πρῶτο του βι­βλί­ο: Μα­κρινὸ τα­ξί­δι (Θέ­α­τρο, 1965). Τε­λευ­ταῖο του: Ἡ τρυ­φε­ρό­τη­τα τοῦ φό­βου (Ποί­η­ση,  2010).

 

Στὸ πα­ρα­κά­τω βί­ντε­ο μπο­ρεῖτε νὰ δεῖτε καὶ ν’ ἀκού­σε­τε τὸν πε­ρί­φη­μο Ἀλβανὸ μου­σικὸ Λαβὲρ Μπα­ρί­ου (στὸ εἰ­σα­γωγι­κὸ ὁ ἴδιος μὲ τὸν Σπε­τὶμ Λε­βέ­ντι):