Λοὺ Μπίτς (Lou Beach): Ἦρθε ἀπὸ τὸ Φέισμπουκ

.

08-Beach,Lou-SynenteyksiStonDavidAbrams-Eikona-01

.

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch)

 .

Ἦρ­θε ἀ­πὸ τὸ Φέ­ισ­μπουκ

(Συ­νέν­τευ­ξη στὸ συγ­γρα­φέ­α Ντέ­ι­βιντ Ἄμ­πραμς

γιὰ τοὺς 420 χα­ρα­κτῆ­ρες)

 .

Ν.Α.: Τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τῶν 420 χα­ρα­κτή­ρων πρω­το­εμ­φα­νί­στη­καν στὸ Φέ­ισ­μπουκ. Ἦ­ταν κά­τι ποὺ εἶ­χες προ­σχε­διά­σει ἢ τὸ βι­βλί­ο ἄρ­χι­σε νὰ παίρ­νει τὴ μορ­φή του τυ­χαῖ­α, μιὰ μέ­ρα ποὺ ἁ­πλῶς ἤ­θε­λες νὰ κά­νεις μιὰ ἀ­νάρ­τη­ση στὰ κοι­νω­νι­κὰ δί­κτυ­α; Μ’ ἄλ­λα λό­για, πές μου πῶς γεν­νή­θη­κε ἡ συλ­λο­γή σου.

Λ.Μ.: Ἡ συλ­λο­γὴ ξε­κί­νη­σε σὰν ἀ­στεῖ­ο. Δο­κί­μα­σα, πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ νὰ πε­ρά­σει ἡ ὥ­ρα, ν’ ἀ­ναρ­τή­σω στὸ Φέ­ισ­μπουκ ἕ­να κεί­με­νο μυ­θο­πλα­σί­ας. Τε­λι­κὰ τὸ παι­χνί­δι ἐ­ξε­λί­χθη­κε σὲ πεί­ρα­μα – ἄρ­χι­σα νὰ γρά­φω ἕ­να κεί­με­νο μυ­θο­πλα­σί­ας κα­θη­με­ρι­νά. Ἡ συγ­γρα­φὴ καὶ ἡ ἄ­με­ση δη­μο­σί­ευ­ση ἦ­ταν ἕ­να στοί­χη­μα. Δὲν τὸ εἶ­χα ξα­να­κά­νει καὶ μά­θαι­να μέ­ρα μὲ τὴ μέ­ρα πῶς γί­νε­ται. Ἀ­σφα­λῶς, ἡ θε­τι­κὴ ὑ­πο­δο­χὴ τῶν ἀ­ναρ­τή­σε­ων μὲ ἐν­θάρ­ρυ­νε νὰ συ­νε­χί­σω τὴν προ­σπά­θεια (πολ­λὰ «L­i­ke»­!­). Ἀ­να­κά­λυ­ψα ὅ­τι μπο­ρῶ εὔ­κο­λα νὰ συμ­πυ­κνώ­σω μιὰ ἀ­φή­γη­ση σὲ μι­κρὴ ἔ­κτα­ση. Αὐ­τὴ ἡ εὐ­χέ­ρεια μὲ ἐν­θου­σί­α­σε. Ἦ­ταν καὶ ἡ συγ­κυ­ρί­α εὐ­τυ­χής, λὲς καὶ οἱ πλα­νῆ­τες εἶ­χαν εὐ­θυ­γραμ­μι­στεῖ. Σή­με­ρα δὲν θὰ εἶ­χε νό­η­μα, μιᾶς καὶ τὸ Φέ­ισ­μπουκ ἔ­χει αὐ­ξή­σει πο­λὺ τὸ ὅ­ριο τῶν χα­ρα­κτή­ρων στὶς ἀ­ναρ­τή­σεις του. Ἐ­πι­πλέ­ον, ὅ­ταν ἔ­γρα­φα τὰ δι­η­γή­μα­τα, βρι­σκό­ταν στὴν ἐ­πι­και­ρό­τη­τα ἡ ται­νί­α T­he S­o­c­i­al N­e­t­w­o­r­k(1) κι ἔ­τσι, πι­στεύ­ω, ἡ συλ­λο­γὴ προ­κά­λε­σε τὸ ἐκ­δο­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον. Ἐ­πί­σης, δὲ μοῦ φαι­νό­ταν κα­κὴ ἰ­δέ­α νὰ ἔ­χω μιὰ ἱ­στο­σε­λί­δα σχε­δι­α­σμέ­νη ὥ­στε νὰ μοιά­ζει μὲ βι­βλίο· ἔ­κα­νε τὰ κεί­με­να πιὸ προ­σι­τὰ στὸν ἀ­να­γνώ­στη —κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο τὰ κα­θι­στοῦ­σε πιὸ ἁ­πτά— κι ἐ­πι­πλέ­ον πε­ρι­εῖ­χε ἀ­να­γνώ­σεις δι­η­γη­μά­των ἀ­πὸ δι­α­ση­μό­τη­τες, πράγ­μα ποὺ τρά­βη­ξε τὴν προ­σο­χὴ τοῦ κοι­νοῦ.

.

Ν.Α.: Ὅ­λα τα δι­η­γή­μα­τα τῆς συλ­λο­γῆς ἀ­ριθ­μοῦν ἐ­πα­κρι­βῶς 420 χα­ρα­κτῆ­ρες; Νὰ σοῦ πῶ τὴν ἀ­λή­θεια, ἀ­πὸ τεμ­πε­λιὰ δὲν μπῆ­κα στὸν κό­πο νὰ πιά­σω τὸ μο­λύ­βι καὶ νὰ με­τρή­σω μὲ τὸ χέ­ρι.

Λ.Μ.: Ναί, σχε­δὸν ὅ­λα. Νο­μί­ζω ὅ­τι δυ­ὸ-τρί­α τὰ ξα­να­σκά­λι­σα καὶ πρό­σθε­σα με­ρι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες, ὥ­στε νὰ γί­νουν πιὸ κα­τα­νο­η­τά. Γε­νι­κά, ὅ­μως, προ­σπά­θη­σα σχο­λα­στι­κὰ νὰ μὴν ξε­πε­ρά­σω τοὺς 420 χα­ρα­κτῆ­ρες ποὺ ἐ­πέ­τρε­πε τὸ Φέ­ισ­μπουκ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἄλ­λω­στε δὲ θὰ μὲ ἄ­φη­νε ν’ ἀ­ναρ­τή­σω τὸ κεί­με­νο, ἂν ἔ­βγαι­νε ἔ­στω καὶ κα­τὰ ἕ­ναν χα­ρα­κτή­ρα με­γα­λύ­τε­ρο. Με­ρι­κὰ δι­η­γή­μα­τα εἶ­ναι συν­το­μό­τε­ρα.­.. Μοῦ φαι­νό­ταν χα­ζὸ νὰ τρα­βή­ξω ἀ­π’ τὰ μαλ­λιὰ ἕ­να δι­ή­γη­μα μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ φτά­σω πά­σῃ θυ­σί­ᾳ τὸ μα­γι­κὸ ἀ­ριθ­μό. Κα­τὰ κα­νό­να ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο μιὰ δι­α­δι­κα­σί­α συμ­πύ­κνω­σης καὶ ἀ­φαί­ρε­σης πα­ρὰ πρό­σθε­σης.

.

Ν.Α.: Ἡ γκά­μα τῶν δι­η­γη­μά­των σου εἶ­ναι πο­λὺ με­γά­λη καὶ γε­μά­τη ἐκ­πλή­ξεις. Τί σὲ ὤ­θη­σε νὰ πλά­σεις τό­σο πολ­λοὺς καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες (καὶ ἐν προ­κει­μέ­νῳ μὲ τὴ λέ­ξη «χα­ρα­κτῆ­ρες» ἐν­νο­ῶ «ἀν­θρώ­πι­νους χα­ρα­κτῆ­ρες»­);

Λ.Μ.: Δὲν ἔ­χω ἰ­δέ­α. Ἐ­νερ­γῶ κα­θα­ρὰ ἐν­στι­κτω­δῶς, παίρ­νον­τας ἔμ­πνευ­ση ἀπ’ τὰ ὄ­νει­ρά μου κι ἀ­πὸ ἀ­πο­σπά­σμα­τα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κῶν δι­α­λό­γων ἢ τρα­γου­δι­ῶν, ποὺ πυ­ρο­δο­τοῦν τὴν ἀρ­χὴ μιᾶς ἀ­φή­γη­σης. Στὴ συ­νέ­χεια ἀρ­χί­ζω νὰ δου­λεύ­ω τὸ πρῶ­το ὑ­λι­κὸ καὶ ἀν­τλῶ ἀ­π’ αὐ­τὸ μιὰ ἱ­στο­ρί­α. Δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι πολ­λὲς φο­ρὲς ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ ἔρ­γου ἑ­νὸς σπου­δαί­ου συγ­γρα­φέ­α μὲ πα­ρα­κι­νεῖ νὰ τρέ­ξω στὸ πλη­κτρο­λό­γιο, ὄ­χι για­τὶ θέ­λω ν’ ἀν­τι­γρά­ψω τὸ ὕ­φος του ἢ τὴν πλο­κὴ ἢ κι ἐ­γὼ δὲν ξέ­ρω τί, ἀλ­λὰ για­τὶ ἐ­ξά­πτει τὴ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τά μου. Οἱ ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς εἶ­ναι πο­λὺ με­γά­λη πη­γὴ ἔμ­πνευ­σης, ἀλ­λὰ ἐ­ξί­σου μὲ ἐμ­πνέ­ουν καὶ οἱ σκη­νο­θέ­τες, οἱ ζω­γρά­φοι, οἱ μου­σι­κοί, οἱ μά­γει­ρες, οἱ ἀ­θλη­τές.­.. Φί­λε μου, γε­μά­τος θαύ­μα­τα ὁ κό­σμος, ἔ­τσι;

.

Ν.Α.: Γρά­φον­τας ἀ­κο­λου­θεῖς κά­ποι­ο κα­θη­με­ρι­νὸ πρό­γραμ­μα; Σὲ φαν­τά­ζο­μαι νὰ κου­βα­λᾶς συ­νε­χῶς ἕ­να ση­μει­ω­μα­τά­ριο καὶ νὰ κα­τα­γρά­φεις σκόρ­πι­ες ἰ­δέ­ες καὶ φρά­σεις τὴ στιγ­μὴ ποὺ σοῦ ’ρ­χον­ται στὸ μυα­λό.

Λ.Μ.: Ξυ­πνά­ω πο­λὺ νω­ρίς, κα­μιὰ φο­ρὰ καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὶς πέν­τε, καὶ ἐ­πε­ξερ­γά­ζο­μαι μὲ τὸ νοῦ μου ἕ­να δι­ή­γη­μα ποὺ τὸ σκε­φτό­μουν τὴ νύ­χτα μέ­χρι νὰ μὲ πά­ρει ὁ ὕ­πνος. Μέ­νω ξα­πλω­μέ­νος, γυ­ρί­ζω τὶς λέ­ξεις μέ­σα στὸ μυα­λό μου καὶ φαν­τά­ζο­μαι τὸ δι­ή­γη­μα στὴ σε­λί­δα. Ἔ­πει­τα, με­τὰ τὸ πρω­ι­νό, τὸ δα­κτυ­λο­γρα­φῶ καὶ τὸ δι­α­βά­ζω φω­να­χτά. Ὕ­στε­ρα τὸ ξα­να­δου­λεύ­ω καὶ τὸ δι­ορ­θώ­νω. Συ­χνὰ μοῦ φαί­νε­ται βλα­κεί­α καὶ τό­τε κά­νω κά­τι ἄλ­λο, λό­γου χά­ρη βγά­ζω βόλ­τα τὸ σκύ­λο, κι ἔ­πει­τα ξα­να­πιά­νω τὸ δι­ή­γη­μα μὲ τὴν ἐλ­πί­δα ὅ­τι θὰ τὸ βελ­τι­ώ­σω. Ἐ­πα­νέρ­χο­μαι στὸ κεί­με­νο κά­θε μέ­ρα, ὥ­σπου νὰ ἠ­χή­σει στ’ αὐ­τιά μου σὰν κά­τι τὸ αὐ­θεν­τι­κό. Βέ­βαι­α, αὐ­τὴ ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­φο­ρᾶ τὰ δι­η­γή­μα­τα ποὺ γρά­φω τώ­ρα, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι πιὸ ἐ­κτε­τα­μέ­να. Τὰ δι­η­γή­μα­τα τῶν 420 χα­ρα­κτή­ρων τὰ ἔ­γρα­φα πο­λὺ πιὸ αὐ­θόρ­μη­τα καὶ συ­χνὰ τὰ ἀ­ναρ­τοῦ­σα χω­ρὶς ἐ­πι­μέ­λεια, μὲ συ­νέ­πεια με­ρι­κὲς φο­ρὲς ν’ ἀ­πο­γο­η­τεύ­ο­μαι ἀ­πὸ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

.

Ν.Α.: Ποι­ά ἦ­ταν ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ἐ­πι­μέ­λειας τῶν 420 χα­ρα­κτή­ρων;

Λ.Μ.: Δὲν ἦ­ταν τί­πο­τα τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο. Ἐ­πι­με­λη­τής μου ἐ­κεί­νη τὴν πε­ρί­ο­δο ἦ­ταν ὁ Τὸμ Μπού­μαν. Τοῦ ἄ­ρε­σε πο­λὺ ἡ δου­λειά μου κι ἔ­τσι, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ κα­να­δυ­ὸ μι­κρο­δι­α­φω­νί­ες ὡς πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς συλ­λο­γῆς, ἤ­μα­σταν σύμ­φω­νοι γιὰ τὸ πῶς θὰ στη­νό­ταν. Ὁ Μπού­μαν, προ­κει­μέ­νου τὸ βι­βλί­ο ν’ ἀ­πο­κτή­σει ρυθ­μό, δι­ά­λε­ξε ἔ­ξυ­πνα τὴ σει­ρὰ τῶν δι­η­γη­μά­των – γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, δὲν ἔ­βα­λε μα­ζὶ ὅ­λα τὰ δι­η­γή­μα­τα μὲ θέ­μα τὴν Ἄ­γρια Δύ­ση.

.

Ν.Α.: Ρω­τά­ω γιὰ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια για­τὶ, ὅ­πως ὅ­λοι ξέ­ρου­με, στὴ λο­γο­τε­χνί­α κά­θε λέ­ξη ἔ­χει εἰ­δι­κὸ βά­ρος: ὅ­λα ἔ­χουν ση­μα­σί­α, ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ τῆς λέ­ξης ὣς τὴ θέ­ση της μέ­σα στὴν πρό­τα­ση. Στὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τά σου δὲν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε μί­α πε­ριτ­τὴ συλ­λα­βή – στοὺς πο­λὺ μι­κροὺς καὶ στε­νοὺς χώ­ρους τους ζων­τα­νεύ­ουν ὁ­λό­κλη­ροι κό­σμοι, ὁ­λό­κλη­ρες σε­λί­δες πε­ρι­γρα­φῶν καὶ ἐ­πε­ξη­γή­σε­ων καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νοι χα­ρα­κτῆ­ρες. Σκέ­φτη­κες πο­τὲ πὼς οἱ ἀ­να­γνῶ­στες σου θὰ ἔ­βα­ζαν τὴ φαν­τα­σί­α τους νὰ δου­λέ­ψει φτι­ά­χνον­τας ὑ­πο­ϊ­στο­ρί­ες ποὺ συμ­πλη­ρώ­νουν τὸ κά­θε δι­ή­γη­μα;

Λ.Μ.: Ὄ­χι, δὲν τὸ σκέ­φτη­κα, ἀλ­λὰ γιὰ πο­λὺ και­ρὸ ἀρ­κε­τοὶ ἀ­να­γνῶ­στες ἔ­νιω­θαν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ «ὁ­λο­κλη­ρώ­σουν» ἢ του­λά­χι­στον νὰ ἐ­πε­κτεί­νουν τὰ δι­η­γή­μα­τα – ὁ­ρι­σμέ­νοι μά­λι­στα κα­τὰ πο­λύ, λὲς καὶ ἐ­πρό­κει­το γιὰ δι­α­δρα­στι­κὸ παι­χνί­δι. Δὲν ἤ­θε­λα νὰ γί­νω ἀ­γε­νὴς καὶ νὰ τοὺς τὸ ἀ­πα­γο­ρεύ­σω —σὲ τε­λι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση, τὸ Φέ­ισ­μπουκ εἶ­ναι ἀ­νοι­χτὸ καὶ προ­σβά­σι­μο σὲ ὅ­λους—, ἀλ­λὰ ἐ­νί­ο­τε ἐ­κνευ­ρι­ζό­μουν. Κα­κῶς ἔ­παιρ­να τὸν ἑ­αυ­τό μου τό­σο στὰ σο­βα­ρά.­.. Προ­φα­νῶς τὸ ἀ­πο­λάμ­βα­ναν καὶ στὸ τέ­λος-τέ­λος δὲν εἶ­χε καὶ με­γά­λη ση­μα­σί­α, δὲν ἔ­βλα­ψαν κα­θό­λου τὸ φαν­τα­σμέ­νο συγ­γρα­φέ­α.

.

Ν.Α.: Πό­σον και­ρὸ σοῦ πῆ­ρε νὰ γρά­ψεις τὰ δι­η­γή­μα­τα;

Λ.Μ.: Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἕ­να δι­ή­γη­μα μοῦ ἔ­παιρ­νε εἴ­κο­σι λε­πτά, ἄλ­λες φο­ρὲς μιὰ-δυ­ὸ ὧ­ρες, ἄλ­λες μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη μέ­ρα. Νο­μί­ζω ὅ­τι ἀ­πὸ τὴ σύλ­λη­ψη τοῦ βι­βλί­ου ὣς τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­σή του χρει­ά­στη­κα δυ­ό­μι­σι χρό­νια. Ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­φό­του ἡ συλ­λο­γὴ ἐκ­δό­θη­κε καὶ τὸ Φέ­ισ­μπουκ αὔ­ξη­σε τὸ ὅ­ριο τῶν χα­ρα­κτή­ρων, τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μου γι’ αὐ­τὴν τὴ λι­τὴ φόρ­μα μει­ώ­θη­κε, ἂν καὶ πε­ρι­στα­σια­κὰ ἀ­σχο­λι­ό­μουν μα­ζί της. Ἔ­γρα­ψα τὶς προ­άλ­λες ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα τέ­τοι­ου τύ­που καὶ ὁ βαθ­μὸς δυ­σκο­λί­ας του μὲ ἐν­τυ­πω­σί­α­σε. Ὅ­μως εἶ­ναι χρή­σι­μη ἄ­σκη­ση, ὅ­πως ὅ­ταν παί­ζεις κλί­μα­κες. Τε­λευ­ταῖ­α ἔ­χω στρα­φεῖ σὲ πιὸ ἐ­κτε­τα­μέ­να δι­η­γή­μα­τα. Καὶ πά­λι σύν­το­μα εἶ­ναι, ἀλ­λὰ ἔ­χω κα­τα­φέ­ρει νὰ τὰ ἁ­πλώ­σω σὲ ἀρ­κε­τὲς σε­λί­δες. Ὅ­πως λέ­με καὶ στοὺς «Ἀ­νώ­νυ­μους Συγ­γρα­φεῖς» – «Πρό­τα­ση πρὸς πρό­τα­ση»(2).

.

Ν.Α.: Νὰ φαν­τα­στῶ ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄλ­λα μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ποὺ δὲν συμ­πε­ρι­λή­φθη­καν στὴ συλ­λο­γή;

Λ.Μ.: Ἄ ναί, πά­ρα πολ­λά.

.

Ν.Α.: Στὴν ἰ­στο­σε­λί­δα σου γρά­φεις ὅ­τι ἡ συγ­γρα­φή σου προ­έ­κυ­ψε ὡς μιὰ «ἀ­να­πάν­τε­χη, ὡς ἐκ θαύ­μα­τος, πα­ράλ­λη­λη καλ­λι­τε­χνι­κὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα». Πῶς ἀ­να­δύ­θη­κε ἡ λο­γο­τε­χνί­α μέ­σα ἀ­π’ τὴν πο­λύ­χρο­νη πεί­ρα σου ὡς εἰ­κα­στι­κοῦ καλ­λι­τέ­χνη;

Λ.Μ.: Πάν­το­τε καλ­λι­ερ­γοῦ­σα τὴ φαν­τα­σί­ω­ση ὅ­τι μιὰ μέ­ρα θὰ γι­νό­μουν συγ­γρα­φέ­ας, για­τί εἶ­χα μεί­νει πολ­λὲς φο­ρὲς κα­τά­πλη­κτος καὶ γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα ἑ­νὸς σπου­δαί­ου συγ­γρα­φέ­α νὰ φω­τί­ζει μύ­χι­ες πτυ­χὲς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἀ­να­τρε­πτι­κὰ τὴ γλώσ­σα καὶ νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ αὐ­θεν­τι­κὰ συ­ναι­σθή­μα­τα. Τὸ εἰ­κα­στι­κό μου ἔρ­γο ἔ­χει δύ­ο πτυ­χές: ἡ μί­α εἶ­ναι ὅ­ταν δου­λεύ­ω ὡς εἰ­κο­νο­γρά­φος, κυ­ρί­ως γιὰ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά, καὶ πρέ­πει νὰ ἐν­το­πί­σω τὴν οὐ­σί­α ἑ­νὸς ἄρ­θρου, νὰ σχε­διά­σω μιὰ εἰ­κό­να ποὺ θὰ τοῦ ται­ριά­ζει καὶ θὰ προ­σελ­κύ­σει τὸν ἀ­να­γνώ­στη – στὴν οὐ­σί­α πρέ­πει νὰ δι­α­φη­μί­σω τὸ ἄρ­θρο. Ἡ ἄλ­λη εἶ­ναι τὸ προ­σω­πι­κό μου ἔρ­γο, ἡ μέ­θο­δος τοῦ ὁ­ποί­ου ἔ­χει πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρες ὁ­μοι­ό­τη­τες μὲ τὴ συγ­γρα­φή. Ὅ­μως, καὶ στὶς δύ­ο πτυ­χὲς τῆς δου­λειᾶς μου ὡς εἰ­κα­στι­κοῦ καλ­λι­τέ­χνη δη­μι­ουρ­γῶ μί­αν ἀ­φή­γη­ση. Κα­θε­μιὰ ἀ­πὸ τὶς εἰ­κό­νες μιᾶς εἰ­κα­στι­κῆς σύν­θε­σης ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν χα­ρα­κτή­ρα ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὴ μι­κρὴ σκη­νὴ τῆς σε­λί­δας. Καὶ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴ συγ­γρα­φή, συ­χνὰ «βλέ­πω» κά­τι ποὺ γί­νε­ται ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α μιᾶς ἱ­στο­ρί­ας. Τὶς προ­άλ­λες μοῦ ἦρ­θε ἡ εἰ­κό­να μιᾶς γυ­ναί­κας στὴν ἄ­κρη μιᾶς ἀ­πο­βά­θρας σὲ μιὰ λί­μνη. Δὲν ξέ­ρω πῶς μου ἦρ­θε, ἀλ­λὰ τὴ χρη­σι­μο­ποί­η­σα ὡς βά­ση γιὰ ἕ­να σύν­το­μο δι­ή­γη­μα. Ἐ­πί­σης, ἡ σύν­θε­ση μιᾶς εἰ­κό­νας εἶ­ναι μιὰ ἄ­σκη­ση ἐ­πι­μέ­λειας, κα­θὼς ἀ­φαι­ρῶ στοι­χεῖ­α μέ­χρι ν’ ἀ­πο­στα­χθεῖ ἡ οὐ­σί­α – δη­λα­δὴ ὅ,τι κά­νω γρά­φον­τας.

.

Ν.Α.: Τὸ βι­βλί­ο σου ὡς ἀν­τι­κεί­με­νο θὰ μπο­ροῦ­σε ἄ­νε­τα νὰ θε­ω­ρη­θεῖ εἰ­κα­στι­κὸ ἔρ­γο. Αὐ­τὸ ἰ­σχύ­ει γιὰ πολ­λὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του – ἀ­πὸ τὸ κά­λυμ­μα ποὺ ντύ­νει ἕ­να μέ­ρος τοῦ ἐ­ξω­φύλ­λου ὣς τὰ λευ­κὰ πε­ρι­θώ­ρια γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ κεί­με­νο καὶ τὰ πο­λύ­χρω­μα κο­λὰζ τῶν σε­λί­δων. Συμ­με­τεῖ­χες στὸ σχε­δια­σμό του; Ποι­ά αἴ­σθη­ση ἢ μή­νυ­μα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ποι­ό­τη­τα καὶ τὴν αἰ­σθη­τι­κὴ τῶν ἐκ­δό­σε­ων στὶς μέ­ρες μας ἤ­θε­λες νὰ με­τα­δώ­σεις στοὺς ἀ­να­γνῶ­στες;

Λ.Μ.: Τὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο ἀ­να­πα­ρά­γει τὴν ἀρ­χι­κὴ σε­λί­δα τοῦ ἱ­στό­το­που τοῦ βι­βλί­ου. Ἡ ἰ­δέ­α γιὰ τὸ κά­λυμ­μά του προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ συ­ζη­τή­σεις μὲ τὴ Μάρ­θα Κέ­νεν­τι, γρα­φί­στρια στὶς ἐκ­δό­σεις H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, ἐ­νῶ τὸ σχε­δια­σμὸ τοῦ βι­βλί­ου ἀ­νέ­λα­βε ἡ Με­λί­σα Λό­φτι. Πρό­κει­ται γιὰ ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες. Τὰ κο­λὰζ τὰ δι­ά­λε­ξα ἐ­γώ. Ὅ­λοι οἱ συ­νερ­γά­τες στὶς ἐκ­δό­σεις H­o­u­g­h­t­on μὲ βο­ή­θη­σαν πο­λὺ καὶ ἀγ­κά­λια­σαν μὲ ἐν­θου­σια­σμὸ τὸ βι­βλί­ο, κά­νον­τάς με νὰ νι­ώ­θω σὰν κα­νο­νι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­γὼ εἶ­χα τὴν τά­ση ν’ ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι τὸν ἑ­αυ­τό μου πιὸ πο­λὺ ὡς ἕ­ναν ἐ­ρα­σι­τέ­χνη ποὺ τοῦ χα­μο­γέ­λα­σε ἡ τύ­χη. Ἀ­γα­πῶ τὰ βι­βλί­α, λα­τρεύ­ω τὴν αἴ­σθη­ση ποὺ σοῦ δη­μι­ουρ­γοῦν, ὅ­ταν τὰ πιά­νεις στὰ χέ­ρια σου. Ἔ­τσι, συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὰ μὲ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό του, ἤ­θε­λα τὸ βι­βλί­ο ν’ ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ ἐμ­πει­ρί­α ποὺ νὰ εὐ­χα­ρι­στεῖ τὰ δά­χτυ­λα καὶ τὰ μά­τια τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Νο­μί­ζω ὅ­τι τὸ πε­τύ­χα­με.

.

Ν.Α.: Ὑ­πάρ­χουν συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἐ­πη­ρέ­α­σαν ἰ­δι­αί­τε­ρα τὰ κεί­με­νά σου;

Λ.Μ.: Ἄ­σ’ τα νὰ πᾶ­νε, δὲν τὴν μπο­ρῶ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση, για­τὶ πάν­τα ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ποὺ φο­βᾶ­μαι ὅ­τι τὸν ξέ­χα­σα ἢ τὸν θυ­μᾶ­μαι ὅ­ταν οἱ ἀ­παν­τή­σεις ἔ­χουν ἤ­δη δη­μο­σι­ευ­θεῖ. Θαυ­μά­ζω τὸν Τζὸρτζ Σόν­τερς γιὰ τὴ φαν­τα­σί­α καὶ τὴν ἀν­θρω­πιά του, θαυ­μά­ζω τὸν Ἔλ­μορ Λέ­ο­ναρντ γιὰ τὴν ἁ­πλό­τη­τα καὶ τοὺς ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κοὺς δι­α­λό­γους του, θαυ­μά­ζω τὸν Τζ. Ρόμ­περτ Λέ­νον, τὸν Τζό­να­θαν Λί­θεμ, τὸν Πὶτ Ντέξ­τερ, τὸν Κάρ­βερ (φυ­σι­κά), τὸν Ντέ­νις Τζόν­σον, τὸν Ρά­σελ Μπάν­κς, τὸν Ἄ­λαν Χίθ­κοκ, τοὺς δύ­ο Ἀν­τρὲ Ντιμ­πούς —πρε­σβύ­τε­ρο καὶ νε­ο­τε­ρο—, τὸν Σκὸτ Μπράτ­φιλντ, τὸν Χέ­μιν­γου­ει, τὸν Ντά­νι­ελ Γοῦν­τρελ, τὸν Λά­ρι Μπρά­ουν, τὸν Τζέ­ιμς Σάλ­τερ, τὸν Τσὰρ­λς Μπάξ­τερ, τὴ Γου­έλ­τι, τὴ Φλά­νε­ρι Ὀ’ Κό­νορ, τὸ Ρόμ­περτ Στό­ουν καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς.­.. Ποῦ νὰ στα­μα­τή­σω; Μοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι κά­θε βι­βλί­ο ποὺ πέ­φτει στὰ χέ­ρια μου ἔ­χει κά­τι ποὺ μὲ χτυ­πά­ει κα­τα­κού­τε­λα – μιὰ πα­ρά­γρα­φο, ἕ­να γύ­ρι­σμα μιᾶς πρό­τα­σης, μιὰ δι­εισ­δυ­τι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση ἑ­νὸς χα­ρα­κτή­ρα ποὺ μὲ σπρώ­χνει νὰ θέ­λω κι ἐ­γὼ νὰ γρά­ψω τό­σο κα­λά.

.

Ν.Α.: Ὑ­πάρ­χουν δι­η­γή­μα­τα ἢ συλ­λο­γὲς ποὺ ἀ­γα­πᾶς πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ συ­νή­θως προ­τεί­νεις σὲ ἄλ­λους ἀ­να­γνῶ­στες;

Λ.Μ.: Κοί­τα, συ­νή­θως δὲν κά­νω προ­τά­σεις σὲ ἄλ­λους ἀ­να­γνῶ­στες, ἀλ­λὰ ὅ­λοι οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ μό­λις ἀ­νέ­φε­ρα δι­α­θέ­τουν πλού­σιους θη­σαυ­ρούς. Πάν­τως, εἰ­δι­κὰ τὸν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρὸ προ­τεί­νω τὴ σπου­δαί­α συλ­λο­γὴ τοῦ Ἄ­λαν Χίθ­κοκ V­o­lt. Εἶ­ναι θαυ­μά­σια.

.

Ση­μει­ώ­σεις τοῦ Μεταφραστῆ:

(1) T­he S­o­c­i­al N­e­t­w­o­rk: Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ται­νί­α πα­ρα­γω­γῆς 2010 σὲ σκη­νο­θε­σί­α Ντέ­ι­βιντ Φίν­τσερ (D­a­v­id F­i­n­c­h­er). Τὸ φίλμ, ποὺ ση­μεί­ω­σε με­γά­λη εἰ­σπρα­κτι­κὴ ἐ­πι­τυ­χί­α, ἔ­χει ὡς θέ­μα του τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ Φέ­ισ­μπουκ, τοῦ δη­μο­φι­λέ­στε­ρου «κοι­νω­νι­κοῦ δι­κτύ­ου». Κα­τὰ τὴν προ­βο­λὴ τῆς ται­νί­ας στὴν Ἑλ­λά­δα ὁ τί­τλος πα­ρέ­μει­νε ἀ­με­τά­φρα­στος.

(2) «Ἀ­νώ­νυ­μοι Συγ­γρα­φεῖς»: Ἀ­να­φο­ρὰ στὴν ὀρ­γά­νω­ση «Ἀ­νώ­νυ­μοι Ἀλ­κο­ο­λι­κοί». Ἡ φρά­ση «Πρό­τα­ση πρὸς πρό­τα­ση», ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κο­λου­θεῖ, πα­ρα­πέμ­πει στὴ φρά­ση «Βῆ­μα πρὸς βῆ­μα», κα­θὼς ἡ μέ­θο­δος ἀ­πο­το­ξί­νω­σης ἀ­πὸ τὸ ἀλ­κο­ὸλ ποὺ ἐ­φαρ­μό­ζε­ται στοὺς «Ἀ­νώ­νυ­μους Ἀλ­κο­ο­λι­κοὺς» ὀ­νο­μά­ζε­ται «Μέ­θο­δος τῶν δώ­δε­κα βη­μά­των».

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: T­he Q­u­i­v­e­r­i­ng P­en, ἱ­στο­λό­γιο τοῦ συγ­γρα­φέ­α Ντέ­ι­βιντ Ἄμ­πραμς (D­a­v­id A­­b­r­a­ms), ποὺ βρί­σκε­ται στὴν ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ δι­εύ­θυν­ση http://davidabramsbooks.blogspot.gr/ , 10 Μα­ΐ­ου 2012. Τὸ πρω­τό­τυ­πο κεί­με­νο τῆς συ­νέν­τευ­ξης εἶ­ναι δι­α­θέ­σι­μο ἐδῶ.

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Ντέ­ι­βιντ Ἄμ­πραμς (D­a­v­id A­b­r­a­ms). Ὁ Ντέ­ι­βιντ Ἄμ­πραμς γεν­νή­θη­κε στὴν Πεν­σιλ­βά­νια καὶ σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ὄ­ρεγ­κον. Ἐρ­γά­στη­κε ἐ­πὶ εἴ­κο­σι χρό­νια, μέ­χρι τὴ συν­τα­ξι­ο­δό­τη­σή του τὸ 2008, ὡς δη­μο­σι­ο­γρά­φος στὶς ἀ­με­ρι­κα­νι­κὲς ἔ­νο­πλες δυ­νά­μεις. Τὸ 2012 ἐκ­δό­θη­κε τὸ πρῶ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα μὲ τί­τλο F­o­b­b­it (G­r­o­ve P­r­e­ss).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

 .